«Οι Λύκοι» της Σάρα Ντελάπ σε σκηνοθεσία Μαγδαλένας Ζήρα.
 
Το πόσο ευάλωτη και κρίσιμη περίοδος της ζωής μας είναι η εφηβεία μ’ έκανε να αναλογιστώ η παράσταση με το έργο της Σάρα Ντελάπ «Οι Λύκοι». Για την ακρίβεια, όχι να αναλογιστώ αλλά να θυμηθώ. Συχνά διερωτώμαι αν έχω ποτέ απαλλαγεί από τα κουσούρια που μου προκάλεσαν όλες εκείνες οι ορμονικές-υπαρξιακές ανακατατάξεις της μετάβασης στην αυτόνομη ωριμότητα. Για να μην πω ότι διερωτώμαι κι αν όντως ολοκληρώθηκε ποτέ εκείνη η φάση για μένα, αν επιτεύχθηκε τελικά στην περίπτωσή μου η ενηλικίωση.  
Καθώς χειροκροτούσα με θέρμη τα κορίτσια, ένα μέρος του εαυτού μου δαγκωνόταν που δεν βόλεψε εκείνη την ημέρα να πάρω μαζί μου και τον προέφηβο γιο μου να δει αυτή την παράσταση. Είχε πολλά να «υποψιαστεί» για όσα σύντομα των περιμένουν.
 
Η Σάρα Ντελάπ, φυσικά, δεν έγραψε ένα έργο που απευθύνεται απαραίτητα σε έφηβους. Κάθε άλλο. Απορροφημένες στο μικροσύμπαν μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, με την αλληλεπίδραση των τακτικών προπονήσεων, οι νεαρές κοπέλες προβάλλουν εικόνες από το δικό τους μέλλον και από το παρελθόν των ενηλίκων: σαν τα νεαρά λυκάκια που παλεύουν μεταξύ τους πάνω στο παιχνίδι σε μια ενστικτώδη ροπή προετοιμασίας για τις μεγάλες μάχες της πραγματικής ζωής. «Ακονίζουν» τις αγωνίες και τις έγνοιες τους, γυμνάζονται σκληρά μέσα από μια διαδικασία εύθραυστης αλληλεγγύης κόντρα στη σύγχυση, την αντίφαση, την υπερβολή της ηλικίας. Με ορίζοντα την κοντινή εποχή που θα είναι πλήρως ανεξάρτητες και υπεύθυνες για τις πράξεις τους. Η ήβη, άλλωστε, παρέρχεται ως όναρ. 
Έρμαια ακόμη νευροενδοκρινικών παραγόντων, τα κορίτσια διάγουν τη μέση εφηβεία. Αποχαιρετώντας οριστικά την παιδική αθωότητα καλούνται να διαχειριστούν ένα περίπλοκο φορτίο επιθετικών ψυχοκοινωνικών, σωματικών και συναισθηματικών αλλαγών.  Μια αγέλη από λύκαινες με «μαλακά» ακόμη δόντια, επικοινωνούν -ή προσπαθούν να επικοινωνήσουν- με παράλληλα ή και αλληλεπικαλυπτόμενα «αλυχτίσματα». Αυτή η φαινομενικά χαοτική συναναστροφή, που για αρκετή ώρα στ’ αυτιά μας ακούγεται σαν βαβούρα μέχρι να συντονιστούν με τους επιμέρους διαλόγους, είναι απόλυτα ρεαλιστική. Είναι μια προσπάθεια της συγγραφέως να κινητοποιήσει τον θεατή συναισθηματικά κι όχι διανοητικά, η οποία βρίσκει ευήκοα σκηνοθετικά ώτα από πλευράς της Μαγδαλένας Ζήρα. Η γενικότερη αντιμετώπιση του έργου προσβλέπει στην εντύπωση μιας γενικής κατάστασης κι όχι στην αφήγηση μιας πλοκής. Σαν να ακούς ένα μουσικό κομμάτι. Σαν να παρακολουθείς ένα ενιαίο σώμα να πάλλεται.
 
Το πρόβλημα του συγκεκριμένου έργου είναι ότι προσπαθεί να πει πολλά σ’ ένα περιορισμένο, αν όχι χαλαρό, αφηγηματικό πλαίσιο. Η πλοκή δεν έχει αρχή ή τέλος. Ξεκινά και τελειώνει απότομα, είναι σαν μια «φέτα» χρόνου στη ζωή αυτών των κοριτσιών, που κατά τη διάρκεια της παράστασης σπάνια ακούμε τα ονόματά τους και τις ξεχωρίζουμε από τους αριθμούς στη φανέλα.
Εξαιρετικά αεικίνητες, περισσότερο προφορικά, ορμονικά και συναισθηματικά και λιγότερο σωματικά, οι έφηβες εντάσσονται σε ένα ιδιότυπο χωνευτήρι αλληλεπίδρασης. Η ομαδική αθλητική δραστηριότητα μετατρέπεται σε πειραματικό εργαστήρι κοινωνικοποίησης, σε αφορμή για να ξεδιπλωθούν μέσα από τον μελωδικό χαμό οι επιμέρους χαρακτήρες, προσωπικότητες υπό διαμόρφωση, που εξοικειώνονται, συμβιώνουν, εκφράζονται, μέσα σ’ ένα πλέγμα από σχέσεις εξουσίας, κλίκες και σ’ ένα περιβάλλον εσωτερικού ανταγωνισμού. Δεν λείπει βέβαια, από πλευράς της συγγραφώς, ένας υποβόσκων κοινωνικός σχολιασμός για τη σαθρότητα ενός επιβεβλημένου ταξικού, ιεραρχικού συστήματος.
 
Δεν νομίζω ότι η Μαγδαλένα Ζήρα θα δυσκολευόταν ιδιαίτερα, αν το επιδίωκε, να βρει ένα πιο ψημένο και έμπειρο ερμηνευτικό σύνολο. Συνειδητά ήθελε να επενδύσει σε μια ετερόκλητη, άγουρη ομάδα κυρίως νεαρών αλλά ικανών ηθοποιών. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι χαρακτήρες τους, οι νεαρές είχαν την ευκαιρία να εξοικειωθούν εντασσόμενες κι αυτές σ’ ένα ανάλογο χωνευτήρι αλληλεπίδρασης. Λιγότερο ανταγωνιστικό, θέλω να πιστεύω.  
 
Φιλgood, τεύχος 239