Του Λεωνίδα Στεργίου

Δέσμη από δύο ομάδες εργαλείων έχει ήδη επεξεργαστεί η ΕΚΤ και είναι έτοιμη να ενεργοποιήσει προκειμένου να αποκαθιστά προβλήματα ρευστότητας στις αγορές ομολόγων, λόγω μεταβολής της νομισματικής πολιτικής ή λόγω κερδοσκοπικών κινήσεων.

Σύμφωνα με πληροφορίες του capital.gr από πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν, η Φρανκφούρτη διακρίνει δύο διαφορετικές περιπτώσεις στις αγορές ομολόγων, όπου καλείται να παρέμβει, οι οποίες διαφέρουν από γενική άνοδο των αποδόσεων λόγω μακροοικονομικού και δημοσιονομικού περιβάλλοντος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΕΚΤ: Κατά 25 μονάδες βάσης η πρώτη αύξηση των επιτοκίων

Και οι δύο περιπτώσεις όπου παρεμβαίνει έχουν σχέση με τη νομισματική πολιτική και με κινδύνους που μπορεί να μεταδοθούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ειδικές καταστάσεις

Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει την αντιμετώπιση ειδικών καταστάσεων, όπως η κερδοσκοπία. Σύμφωνα με τις πηγές του capital.gr, τα διαθέσιμα εργαλεία, όπως το PEPP μέσω επαναγορών ή νέων αγορών ομολόγων, δεν μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα.

Αντίθετα, η επιλεκτική στήριξη με αγορές ομολόγων, σε μια περίοδο αύξησης των επιτοκίων και απόσυρσης των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων, μπορεί να ευνοήσει, για παράδειγμα, την ανάπτυξη κερδοσκοπικών φαινομένων.

Ούτε αποτελεί βασικό σενάριο της ΕΚΤ να αυξάνει επιτόκια από τη μία πλευρά και να συνεχίζει τις ενέσεις ρευστότητας με αγορές ομολόγων από την άλλη.

Ο σχεδιασμός προβλέπει μετάβαση στην κανονικότητα, δηλαδή τερματισμός της αγοράς ομολόγων και θετικά επιτόκια. Βέβαια, με προσοχή, σταδιακά και με ευελιξία λόγω αλλαγής της νομισματικής πολιτικής.

Η περίπτωση, για παράδειγμα, της κερδοσκοπίας είναι διαφορετική και εντοπίζεται όταν η διεύρυνση των spread δεν εξηγείται από τα βασικά μεγέθη της οικονομίας και την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής.

Πέρα από την κερδοσκοπία, μπορεί να υπάρξουν κι άλλες συνθήκες όπου τα spread να μην εξηγούνται από τα βασικά μεγέθη.

Τέτοιου είδους προβλήματα μπορεί να εμφανιστούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ειδικά σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και κινδύνων λόγω πολέμου και ενεργειακής κρίσης, αλλά και αλλαγής νομισματικής πολιτικής. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει ένα εργαλείο για όλα τα προβλήματα και για τα χαρακτηριστικά της κάθε αγοράς.

Για τους λόγους αυτούς, η ΕΚΤ θα δημιουργεί κατά περίπτωση ειδικά εργαλεία, τα οποία να αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα και να λειτουργούν αποτρεπτικά για επόμενη κερδοσκοπική κίνηση. Αν και θα διαμορφώνονται κατά περίπτωση, τα κύρια χαρακτηριστικά τους θα είναι:

Ανεξάρτητα, δηλαδή δεν θα χρειάζονται, για παράδειγμα εγκρίσεις από Κομισιόν/Eurogroup, όπως εκείνο που είχε δημιουργηθεί κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση, το λεγόμενο OMT και αφορούσε μόνο σε κράτη που ήταν υπό ενισχυμένη εποπτεία.

Απλά και ευέλικτα, με στόχο να δημιουργούνται και να χρησιμοποιούνται αμέσως.

Αποτελεσματικά ως προς τη διόρθωση των προβλημάτων και αποτρεπτικά για επόμενη κερδοσκοπική κίνηση. Αυτό θα επιτυγχάνεται με αύξηση του κόστους ή του κινδύνου για την κερδοσκοπική θέση.

Απορρόφηση τυχόν πληθωριστικής ρευστότητας που μπορεί να επιφέρει το εργαλείο στήριξης.

Όπως αναφέρουν πηγές, τέτοιου είδους εργαλεία δεν προαναγγέλλονται ούτε χρησιμοποιούνται με την πρώτη ανοδική κίνηση σε μια αγορά ομολόγων, όταν δεν συνοδεύονται με συστημικούς, δημοσιονομικούς και άλλους κινδύνους.

Αυτό ισχύει και για τις στηρίξεις μέσω PEPP, διότι αν δει η αγορά ότι κάθε φορά που πιέζει, για παράδειγμα τα ελληνικά ομόλογα, η ΕΚΤ έρχεται και τα αγοράζει, τότε θα πιέζει συνεχώς και περισσότερο. Κι αν γίνει αυτό, τότε έρχεται η παρέμβαση που θα κάνει την κερδοσκοπία ακριβή.

Δυσλειτουργίες και κίνδυνοι

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει προβλήματα και δυσλειτουργίες στις αγορές ομολόγων που συνδέονται με την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής.

Για παράδειγμα αναφέρεται η έλλειψη ρευστότητας ή βάθους μιας αγοράς, με εκτίναξη του ρίσκου και, κατά συνέπεια του κόστους, δημιουργώντας προβλήματα χρηματοδότησης της οικονομίας και των επιχειρήσεων, με αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Και σε αυτές τις περιπτώσεις, πιο ευάλωτες είναι οι αγορές ομολόγων κρατών με υψηλό χρέος και χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση.

Για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, η ΕΚΤ έχει αφήσει ανοιχτό το πρόγραμμα PEPP για στοχευμένες επαναγορές ομολόγων που λήγουν, μέχρι το 2024. Σε αυτόν τον μηχανισμό έχει εντάξει και, έγινε ειδική αναφορά στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.

Παράλληλα, διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο να διευρύνει τις επαναγορές ή ακόμα να ξεκινήσει νέος κύκλος με καθαρές αγορές ομολόγων μέσω του PEPP, εφόσον αυτό χρειαστεί (έντονα και πιο γενικευμένα φαινόμενα).

Η ΕΚΤ αναφέρθηκε σε αυτό το εργαλείο για πρώτη φορά τον Μάρτιο και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την περασμένη εβδομάδα, με στόχο να περιορίσει την αβεβαιότητα στην αγορά.

Γενικευμένη άνοδος

Οι παραπάνω περιπτώσεις διαφέρουν από την άνοδο των αποδόσεων που οφείλεται στον πληθωρισμό, την ενεργειακή κρίση, τον πόλεμο, το γενικότερο μακροοικονομικό και δημοσιονομικό περιβάλλον, τις αβεβαιότητες και τη διάθεση των αγορών για επενδυτικό ρίσκο, κά.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η ΕΚΤ δεν έχει λόγο να παρέμβει, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι ελλοχεύει κίνδυνος χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (άμεσα και έμμεσα).

Σε κάθε περίπτωση και στην ενεργοποίηση κάθε εργαλείο, υπάρχει συνεργασία με τη δημοσιονομική πολιτική, όπως έγινε με την πανδημία και συνεχίζεται σήμερα.

Στην παρούσα συγκυρία, οι ανοδικές κινήσεις στις αποδόσεις θεωρούνται αναμενόμενες και, όπως αναφέρουν αναλυτές επενδυτικών οίκων, μάλλον θα συνεχιστούν σε ένα περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων.

Μπορεί για χώρες με υψηλότερο χρέος να είναι εντονότερες ή κάποιες μέρες να είναι πιο ισχυρές καθώς η προεξόφληση των αγορών για άνοδο των επιτοκίων επιβεβαιώνεται με ανακοινώσεις. Επίσης, συνδέονται κυρίως με τη δημοσιονομική πολιτική, τα οικονομικά μεγέθη και την αξιοπιστία μιας οικονομίας.

Πράγματι, μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ την περασμένη Πέμπτη, ακόμα και οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων κινήθηκαν ανοδικά.

Όχι, τόσο έντονα, όπως τα ελληνικά και τα ιταλικά. Τον τελευταίο μήνα, οι αποδόσεις των 10ετών γερμανικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά 68 μονάδες βάσης, των ελληνικών κατά 103 μονάδες βάσης και των ιταλικών κατά 117 μονάδες βάσης.

Βέβαια, πιο μεγάλη είναι η άνοδος στα ελληνικά και τα ιταλικά τόσο τις τελευταίες ημέρες, όσο και σε επίπεδο έτους, γεγονός που συνδέεται με το δημόσιο χρέος και την πιστοληπτική αξιολόγηση. Για το λόγο αυτό οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων είναι υψηλότερες των ιταλικών και αρκετά υψηλότερες των γερμανικών.

Όλες οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν κινηθεί ανοδικά από τότε που ο πληθωρισμός εμφανίστηκε ανοδικά. Στο τελευταίο 12μηνο, η απόδοση του γερμανικού ομολόγου αυξήθηκε κατά 190 μονάδες βάσης.

Στο σύνολο των 10ετών ομολόγων με αξιολόγηση ΑΑΑ στην Ευρωζώνη, οι αποδόσεις έχουν αυξηθεί από Μάρτιο (όταν η ΕΚΤ έδωσε χρονοδιάγραμμα λήξης αγοράς ομολόγων και αύξησης επιτοκίων) κατά 120 μονάδες βάσης, ενώ οι αντίστοιχες όλων των ομολόγων (πέραν εκείνων με αξιολόγηση ΑΑΑ) αυξήθηκαν κατά 200 μονάδες βάσης.

Πηγή: Capital.gr