Μια μέρα με δυνατή βροχή η Ελένη Νικοδήμου επέλεξε να αναμετρηθεί με τους φόβους της ταξιδεύοντας στο χωριό της, την Άλωνα.

Το ταξίδι της κράτησε όσο 467 σελίδες μέσα από τις οποίες περιγράφει με έναν μοναδικό τρόπο μια άλλη Κύπρο. Εξήντα επτά χρόνων σήμερα η ίδια, ωστόσο, αυτά που περιγράφει –στα χρόνια που μεσολάβησαν– εν πολλοίς χάθηκαν. Για αυτό και το πιο σημαντικό από το βιβλίο της Ελένης Νικοδήμου (θα παρουσιαστεί τον Σεπτέμβριο) είναι η διάσωση της μνήμης. Με τον τρόπο της Ελένης, με ευαισθησία, χιούμορ, σαρκασμό, με μια ικανότητα να πλάθει εικόνες λες και ζωγραφίζει.

Όταν περιγράφει τις καλοκαιρινές νύχτες «με τις εξωστρεφείς βεράντες που μιλούν φωναχτά και μπαλκόνια που κερνούν λεμονάδες συνοδεύοντας τες με γλυκό καρυδάκι και τη γειτονιά να βγάζει σεργιάνι τον ουρανό περπατώντας», όσοι έζησαν σε χωριά (πριν την αστυφιλία) μπορούν να δουν καθαρά την εικόνα. Περιγράφει τον έναστρο ουρανό με «ποτάμια από άστρα που ρέουν σιωπηλά, τόσο κοντινά που σου έρχεται να απλώσεις τα χέρια γεμίζοντας την αγκαλιά σου, συνάμα τόσο μακρινά, απόκοσμα, φευγάτα όσο το όνειρο όταν το πλησιάζεις κι αποχαιρετώντας το κάνεις ένα βήμα προς τα πίσω φοβισμένος να το ακουμπήσεις» και έπειτα καταδύεται στα εσώψυχα.

«Όταν κανείς παίρνει τους δρόμους της αστροφεγγιάς καταμόναχος, κάποια στιγμή αφήνεται στους δρόμους της μαγείας, ψάχνει στον Γαλαξία τρελές γεωμετρίες των αστεριών, νιώθει ο ίδιος ένα αστέρι ανάμεσα στ’ άλλα». Κι αναρωτιέται: «Τι χρειάζεται κανείς την ψυχανάλυση, μπροστά σ’ ένα τέτοιο θαύμα όλα φαίνονται τόσο ασήμαντα και είναι τόσο απλό να βρεις την “πηγή”: Βρίσκεις ένα βράχο, τον δικό σου βράχο της γαλήνης, κάθεσαι αγναντεύοντας και είναι αυτό το αγνάντεμα μια προσευχή χωρίς διόδια. Μιλάς κατευθείαν με τον Θεό, χωρίς μεσολαβητές.

Το αίσθημα της θεϊκής παρουσίας είναι διάχυτο. Ακούς τη σιωπή να περπατά, βλέπεις την πάχνα ν’ απλώνεται απαλά κι ακούς τον ήχο από το πεφταστέρι που σβήνει απαλά μπροστά σου για να επιβεβαιώσει, θα έλεγες, την παρουσία του θείου. Τότε ακριβώς, σε τέτοιες μαγικές ώρες, η απουσία γίνεται παρουσία, ο εαυτός σου συναντά τον εαυτού του γυμνό. Ατόφιο, διαυγή, ξάστερο. Και είναι η καθαρότητα της σκέψης τέτοιες στιγμές τόσο διάφανη, που οι γόρδιοι δεσμοί λύνονται, αφήνοντας τη θέση τους στα απλά, που σηκώνουν τον κόσμο στους ώμους τους. Τα απλά, τα ουσιαστικά, τα δημιουργικά».

Μια μέρα με καύσωνα, το «Ταξίδι (της Ελένης) στη βροχή» δροσίζει την ψυχή ταξιδεύοντας σε μαζί της. Χωρίς ωραιοποίηση του χθες. Αντίθετα, με απόλυτο ρεαλισμό για τα στραβά της εποχής εκείνης, δοσμένα κι αυτά με την ευθύτητα της Ελένης Νικοδήμου.