Φτάσαμε βραδάκι στην πόλη μας. Στη διαδρομή οι ιστορίες του Βαρωσιού, ο Αυγερινός, ο Γεωργίου, ο Ζαννετίδης, η Ιωάννα, ο Νόντας, ο Κλυτίδης, ο Κομίτης, το Ελληνικόν Γυμνάσιον, το Λύκειο, η Λένια και οι πίνακές της, τα σπίτια, η θάλασσα, η μέρα και η ώρα αναχώρησης και μετά το Βαρώσι στη Λεμεσό, στη Σκάλα, στην Πάφο, στο Λονδίνο.

Στιγμές χαράς και λύπης μπερδεμένες μας συνόδεψαν μέχρι την είσοδο της πόλης. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στον Εξορινό, διασχίσαμε την πόλη περάσαμε μπροστά από τις διπλές εκκλησιές των Τεμπλάρων και των Ιπποτών, πεζόδρομος, λαμπάκια, τραπεζάκια έξω, ανέμελες παρέες καλωσόριζαν τη νύχτα… Μπροστά μας ο Ναός του Αγίου Φραγκίσκου, η Πλατεία, ο όγκος του καθεδρικού.

Περπατήσαμε κατά μήκος του κύριου δρόμου της μεσαιωνικής πόλης που ένωνε τότε την Πόρτα της Θάλασσας με την Πόρτα της Ξηράς. Μπροστά μας η Πόρτα της Θάλασσας. Αθέατο το άλλο λιονταρούδι, χαραγμένο επάνω σε μάρμαρο της Σαλαμίνας σηματοδοτούσε την επίσημη είσοδο από το λιμάνι. Μια εσωτερική ροτόντα, ένα έργο τέχνης αναγεννησιακό, που ισάξιό του είναι μόνο η [κλειστή και αμπαροκλειδωμένη εδώ και πέντε χρόνια] Πύλη και πάλι της Αμμοχώστου στη Λευκωσία. Καλησπερίσαμε το λιονταρούδι, του είπαμε τα πρόσφατα νέα, δεν συγκινήθηκε, εκείνο κι αν είδε πράγματα και θαύματα στη ζωή του.

Περπατήσαμε κατά μήκος του τείχους, πίσω μας το λιμάνι που έδωσε σε τούτη την πόλη όλη τη δόξα της ιστορίας της. Βλέπαμε, φωτισμένα από τους προβολείς της εκδήλωσης, τα σημάδια των εργαστηρίων κοπής του πωρόλιθου για να κτιστεί τούτο το θαύμα που αντιστάθηκε και δοξάστηκε και σκεφτόμουν ότι, ούτε κατάλαβε ούτε εκτίμησε ποτέ η πολιτεία το κάλλος και τη σημασία της πόλης.

Πόσο διαφορετική θα ήταν η Αμμόχωστος αν ανήκε στον χάρτη της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, αν υπήρχαν οι πόροι για να συντηρηθούν και να φωτιστούν σωστά όλα τα μνημεία, αν μαθαίναμε την ιστορία σωστά στα παιδιά μας…

Στο διάβα μας, Βαρωσιώτες, αγκαλιές, φιλιά, ένας παλιός και ένας νέος κόσμος μαζί, μια συγκίνηση διάχυτη παντού, μόνο και μόνο ο τίτλος της εκδήλωσης έσπειρε ελπίδα ανάμεσα μας. Μαζί μετά από τόσα χρόνια. Μπροστά από τον Πύργο του Οθέλλου στήθηκε η σκηνή, άρχισαν να φτάνουν τα λεωφορεία, οι ξένοι διπλωμάτες, οι δυο δήμαρχοι, αμήχανοι και ευτυχισμένοι για τη συρροή τόσων ανθρώπων, χαιρετούσαν τον κόσμο. Πηγαδάκια παντού, μέχρι που οι δυο όμορφες κοπελιές επί σκηνής στις δύο επίσημες γλώσσες τούτης της τάλαινας δικοινοτικής Δημοκρατίας που ιδρύθηκε πριν εξήντα τρία χρόνια, χαιρέτησαν τον κόσμο και κάλεσαν στο βήμα τους ομιλητές.

Πρώτος μίλησε ο Δήμαρχος της κατεχόμενης Αμμοχώστου. Δεν μας καλωσόρισε επί σκοπού, μίλησε για τη σημασία της εκδήλωσης, ευχαρίστησε προσωπικά τον φίλο Νίκο Κάρουλα για το επίτευγμα που κατάφερε να πραγματώσει, ευχήθηκε το παράδειγμα της οικογένειάς του να ακολουθήσουν και άλλοι. Μίλησε για τις δικές του καταβολές από το Παλαίκυθρο, τον πατέρα του, μίλησε με απλά λόγια για την πόλη, την επιμονή στην ειρήνη, στην ισότητα, στο ανάγιωμα της νέας γενιάς, στην ανάγκη της συνεργασίας, για το κοινό καλό του τόπου.

Η γλώσσα του σώματος του, μετέδιδε στον καθένα πόσο περήφανος και ευτυχισμένος ένιωθε. Τη σκυτάλη πήρε ο Δήμαρχος Σίμος Ιωάννου και εκείνος μίλησε για τις καταβολές του από τον Άγιο Λουκά, τις παρέες του με τους Τουρκοκύπριους που κατοικούσαν εκεί, το ποδόσφαιρο, τη μητέρα του… Πολύ θα ήθελα να άκουγα μια κραυγή ψυχής δικής του για τούτο το θαύμα που μας περιτριγύριζε, την ιστορία της κάθε πέτρας, κάθε καμάρας…

Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται με λόγια. Στη σκηνή βγήκε μια ορχήστρα και δυο υπέροχες γυναικείες φωνές που τραγούδησαν γνωστά τραγούδια και στις δυο γλώσσες. Ο κόσμος σηκώθηκε, χόρεψε στους ήχους της μουσικής, λικνίστηκε, ξεχάστηκε για λίγο. Μεγάλοι και μικροί χάρηκαν ήχους γνώριμους, ήχους που τους απογείωναν. Οι ξένοι διπλωμάτες μπερδεύτηκαν, δεν ήξεραν αν έπρεπε να βλέπουν μπροστά τους ή πίσω τους όπου ο χορός και η ανθρώπινη χαρά, πήρε το πάνω χέρι. Το τελευταίο τραγούδι ήταν οι στίχοι της Νεσέ Γιασίν, ποια πατρίδα πρέπει ν’ αγαπώ. Τα λόγια της ελληνικά και τουρκικά στα χείλη όλων. Όταν κόπασε το τραγούδι τέσσερεις ντόπιοι Αμμοχωστιανοί πήραν τον λόγο για την πόλη, ιστορίες, μνήμες, θύμησες…

Η βραδιά τέλειωσε, ο κόσμος δεν έλεγε να φύγει. Πήρε τις στράτες, σεργιάνισε στην πόλη που ήξερε, αναζήτησε απαντήσεις σε χιλιάδες ερωτήματα για το μέλλον. Και τώρα; Υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε, ρωτούσε επίμονα η Κλεοπάτρα Παγιάτα. Μπορούμε να κάνουμε κάτι;  Θέλουμε να κάνουμε κάτι; Γύρω της οι Τουρκοκύπριοι Αμμοχωστιανοί φίλοι μας, ο Οκαν, η Νάφια, ο Σερτάρ, ο Χουλουσί, αλλά και άλλοι βαθιά ερωτευμένοι και απογοητευμένοι από τις πρόσφατες εξελίξεις. Η εικόνα του Σουλτάνου και οι απαράδεκτες δηλώσεις του για τα δύο κράτη, αλλά και η αποστομωτική απάντηση του ΠτΔ ότι δεν υπάρχει, και ποτέ δεν θα υπάρξει, άλλη βάση για τη διευθέτηση του κυπριακού ζητήματος!  

Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για ακόμη μια φορά. Οδοφράγματα, ταυτότητες, σημαίες δίχρωμες και στις δυο μεριές. Όμως ήταν μια αρχή, δεν ήταν εύκολη, έγινε κιι αυτό έχει σημασία. Ας το κρατήσουμε. Η αρχή, έλεγαν οι αρχαίοι, είναι το ήμισυ του παντός.

Ελεύθερα, 24.9.2023