Με αφορμή την παράσταση «Λούλλες 2» σε ιδέα- σκηνοθεσία Διομήδου Κουφτερού.

«Ποια η γνώμη σας για την ομοφυλοφιλία;» «Δεν συμφωνώ». Η μικρή αυτή στιχομυθία σ’ ένα βίντεο αρχείου από την «ηρωική» δεκαετία του ’90, μεταξύ ενός ατρόμητου δημοσιογράφου του ΡΙΚ κι ενός περαστικού, συμπυκνώνει στον μέγιστο βαθμό τη νοοτροπία που ευρέως επικρατούσε σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή. Μια εποχή, όμως, που η ομοφυλοφιλία στην Κύπρο ήταν ακόμη ποινικά κολάσιμη.

Στην εποχή αυτή επικεντρώνεται χρονικά το θεατρικό τεκμηριωτικό δοκίμιο της Campos Culture and Arts με τίτλο «Λούλλες», που παρουσιάστηκε σε δύο εκδοχές την άνοιξη και το φθινόπωρο. Το εγχείρημα παρουσιάστηκε αρχικά εργαστηριακά, με τη μορφή θεατρικού αναλογίου. Οι δημιουργοί διαπίστωσαν στην πορεία τη σημασία και τη δυναμική αυτού του πρότζεκτ και αποφάσισαν να το αναπτύξουν, να το εμπλουτίσουν και να το εξελίξουν σε μια ενδεικτική «θεατρική καρτ ποστάλ» από εκείνη δεκαετία. Σίγουρα όχι με… μελαγχολική διάθεση, αλλά ούτε και με την πρόθεση μουσειακής αναπαράστασης μιας σκοτεινής εποχής. Μάλλον, με επιδίωξη να προβούν σ’ ένα ευθύ και οξύ κοινωνικό σχόλιο σε σχέση με το σήμερα.

Στην πλειοψηφία των θεατών που παρακολούθησαν κάποια από τις δύο εκδοχές –ή και τις δύο- μπορεί να ξέφευγαν κάποιοι καγχασμοί σ’ εκείνο το «ντους» από στερεότυπα που εισορμούσε κυρίως μέσα από το αρχειακό υλικό. Ακούγεται λ.χ. όντως γραφικό και αστείο στην εποχή μας να ψέγει ένας κληρικός τους ομοφυλόφιλους επειδή έχουν το θράσος να θέλουν και… ανθρώπινα δικαιώματα. Και θα ακουγόταν ακόμη πιο αστείο αν δεν ήταν επικίνδυνο. Αν δεν εξακολουθούσε δηλαδή η ανήθικη και αισχρή μάστιγα της ομοφοβίας να ταλανίζει ευάλωτους συμπολίτες μας.

Διότι τι άλλο είναι η ομοφοβία εκτός από μια Λερναία Ύδρα που μολύνει τον ιστό της κοινωνίας μας και ταλαιπωρεί αναίτια, απρόκλητα και χωρίς κανένα ηθικό, λογικό, βιολογικό ή ακόμη και θρησκευτικό έρεισμα μια μερίδα συνανθρώπων μας, με πρόφαση τη σεξουαλική τους ταυτότητα; Δεν είναι παρά μια ψυχοπαθολογική συμπεριφορά που συναντάται μόνο στο ανθρώπινο είδος, η οποία χρήζει πολλαπλών ερμηνειών. Και οπωσδήποτε χρήζει και θεραπείας.

Είναι το θέατρο ένα είδος θεραπείας; Θα μπορούσε. Αν και το δηλητήριο του ετεροσεξισμού εξακολουθεί να διαχέεται οριζόντια στην κυπριακή κοινωνία και συνεχώς βρίσκει κανάλια να διοχετευτεί, παρά τις μικρές και αργές -αλλά σθεναρές- κατακτήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, ειδικά όταν βλέπεις με έκπληξη στο αρχειακό υλικό το «σκοτεινό παρελθόν» ενός καθιερωμένου πλέον ως προοδευτικού πολιτικού ανδρός, με μακρά θητεία στη Βουλή, την ευρωβουλή, τη διεύθυνση ΜΜΕ και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να πλατσουρίζει ως δημοσιογράφος στα στερεοτυπικά απόνερα της εποχής. Απίστευτο, αλλά είναι μια τρανή απόδειξη πόσο η άγνοια και τα κοινωνικά στεγανά διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, ορίζουν το «κανονικό» και περιορίζουν χιλιάδες συμπολίτες μας σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό νευρώσεων.

Στην εποχή μας μπορεί να μην είναι πια τόσο δημοφιλή τα ηλεκτροσόκ και οι θεραπείες μεταστροφής και το AIDS να μη θερίζει και να μη στιγματίζει όσο τότε, αλλά πλέον έχουμε τον βόθρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί όπου ευδοκιμούν μειοψηφικές μεν, φωνακλάδικες δε φυλές με υποανάπτυκτες κοινωνικές δεξιότητες, οι οποίες ανακυκλώνουν ρυπαρές δοξασίες και υποδαυλίζουν μισητικούς οχετούς. Συνειδητά ή –ακόμη χειρότερα- και ασυνείδητα.

Η λύση λοιπόν είναι η γνώση και η ορατότητα. Συνεπώς, τέτοιες απόπειρες όχι μόνο δεν περισσεύουν, αλλά θίγουν κι ένα ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα που μάς αφορά όλους. Και δεν έχει να κάνει απαραίτητα μόνο με την ομοφυλοφιλία. Συμβάλλει στην πυροδότηση ενός κοινωνικού διαλόγου με στόχο την εξουδετέρωση κάθε αρνητικού στερεότυπου και κοινωνικής προκατάληψης.

Αφού λοιπόν στην πιο πιλοτική του εκδοχή το πρότζεκτ αυτό συνάντησε το κοινό του και «ψήθηκε» από τα βλέμματα και τις παρατηρήσεις του, κάνει πια το επόμενο βήμα. Η δημιουργική ομάδα με τους Διομήδη Κουφτερό, Ελένη Ιωάννου και Νεκτάριο Θεοδώρου επιστράτευσε μεθόδους του θεάτρου επινόησης και συγκέντρωσε συνεντεύξεις από γκέι άντρες παρουσιάζοντας αυτολεξεί όχι τις εμπειρίες τους, αλλά τις αναμνήσεις εκείνων των εμπειριών. Το ζητούμενο είναι πώς θυμούνται τον εαυτό τους πριν από 30 χρόνια, αλλά μέσα στο πλαίσιο της σημερινής εποχής. Παράλληλα, διαχειρίζονται με διακριτικότητα και τρυφερότητα τις εμπειρίες αυτές. Συνετέθη έτσι ένα δρώμενο παρεμβατικό, αφυπνιστικό, αλλά παράλληλα κι ευχάριστο στη θέαση με βάση τη λογική «διασκεδάζουμε με τα χάλια μας».

Είναι μια απάντηση όλο αυτό και προς τους ευερέθιστους «που έχουν φίλους ομοφυλόφιλους, αλλά…», ΑΛΛΑ ενοχλούνται από τη διεκδίκηση αυτονόητων δικαιωμάτων και ίσων ευκαιριών. Καιρός να κατανοήσουμε όλοι ότι η «κουλτούρα» και η «μόδα» που επιχειρείται να «επιβληθεί» δεν είναι αυτή των έμφυλων μειονοτήτων, αλλά της επαγρύπνησης ενάντια σε κάθε είδους διάκριση. Διότι η αδικία και η τοξικότητα δημιουργεί ανωμαλίες –με την πραγματική έννοια της λέξης- που εν τέλει ταλαιπωρούν φαυλοκυκλικά το ίδιο το σώμα της κοινωνίας.

Η παράσταση αυτή πρέπει να συνεχιστεί και γιατί όχι να εξελιχθεί, να περάσει στο επόμενο στάδιο. Δεν είναι απλώς ένα θέαμα, αλλά ένα σημείο αναφοράς με στόχο τη θεραπεία μεταστροφής αυτής της κοινωνίας προς την κανονικότητα της αποδοχής.

Ελεύθερα, 8.10.2023