Για αρχή, μία απολογία γιατί η σημερινή στήλη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αντιγραφή αυτούσιας της ανάρτησης ενός δασκάλου σε κάποιο σχολείο της Ελλάδας. Αλλά, η αλήθεια είναι ότι έπεσα τυχαία πάνω της διαβάζοντας διάφορα άρθρα στο διαδίκτυο και όχι μόνο μου κέντρισε το ενδιαφέρον αλλά με μεγάλη ευκολία με οδήγησε στο να πατήσω το κουμπάκι και να ακολουθήσω σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης τον εν λόγω εκπαιδευτικό. Ο λόγος είναι τόσο το περιεχόμενο της ανάρτησης του, όσο και τα εκατοντάδες σχόλια που διάβασα κάτω από αυτή την ανάρτηση. Και όπως διαπίστωσα, αντίστοιχη κατάσταση επικρατεί σε όλες του τις αναρτήσεις. Όσο για τα σχόλια που κράτησα είχαν κοινό παρονομαστή και ούτε λίγο, ούτε πολύ, έγραφαν: «Θα ήθελα πολύ να σε έχω δάσκαλο» και «Αυτούς τους δασκάλους θέλουμε».

Ο Μάριος Μάζαρης, λοιπόν, σε όσες αναρτήσεις του πρόλαβα να διαβάσω, φαίνεται ότι έχει ένα μοναδικό τρόπο στο να εκφράζει όλα όσα μας προβληματίζουν όσον αφορά στο σχολικό γίγνεσθαι, χωρίς έντονες και αφοριστικές τοποθετήσεις. Μπούλινγκ, συμπεριφορές, φράσεις που χρησιμοποιούνται αβίαστα από παιδιά για παιδιά μέσα στις σχολικές αυλές χωρίς να σκέφτονται πρώτα τη σημασία τους ή το πόσο μπορούν να πληγώσουν κάποιο συμμαθητή τους. Και όπως λέει, ο δάσκαλος, όλα αυτά δεν γίνεται να πέφτουν κάτω, δεν γίνεται να περνάνε απαρατήρητα.

Η ανάρτηση του που τυχαία ξεπρόβαλε μπροστά μου είναι η ακόλουθη:

«Δε μου άρεσε καθόλου το δημοτικό. Σχεδόν δε θυμάμαι όμορφες στιγμές εκεί. Μπήκα νωρίτερα από τα 6, δεν είχα πάει νηπιαγωγείο. Δυσκολεύτηκα σε όλα. Να μένω μακριά από το σπίτι, να κάνω γνωριμίες, να μάθω να γράφω. Έμαθα να γράφω με το αριστερό, η μάνα μου δεν ήθελε, γιατί ο κόσμος θα με κορόιδευε. Τελικά έμεινε το αριστερό. Η κοροϊδία είχε τόσα άλλα πράγματα ν’ ασχοληθεί: Δεν είχα ποτέ τα ακριβά αθλητικά παπούτσια των άλλων, φορούσα μεγάλα γυαλιά μυωπίας που κάθε τόσο έσπαγα, οι συμμαθητές γέλαγαν μαζί μου που ψεύδιζα, μπέρδευα τα γράμματα μεταξύ τους, την αμηχανία με τη ντροπή. Θυμάμαι να κρύβομαι στην τουαλέτα όταν δεν ήξερα μάθημα γιατί θα με εξευτέλιζε ο δάσκαλος, θυμάμαι να πονάει συχνά η κοιλιά μου, να προσποιούμαι ότι με πήρε ο ύπνος και δεν ξύπνησα στην ώρα μου, να τρώω χαστούκια που δεν έπρεπε να πονάνε, θυμάμαι όλα εκείνα τα βλέμματα που έπεσαν πάνω μου όταν ξέχασα το ποίημα μου σε μια παράσταση ή όταν έπεσε η περούκα σε μια χριστουγεννιάτικη γιορτή. Μεγάλωσα χωρίς να θέλω τα βλέμματα πάνω μου, έλεγα στον εαυτό μου: «Σήμερα είσαι αόρατος, δε θα σε κοροϊδέψει κανείς». Σπάνια τα κατάφερνα. Αγάπησα το δημοτικό όταν ξεκίνησα να δουλεύω εκεί. Όταν κοιτούσα τα παιδιά της τάξης κι έλεγα από μέσα μου «αχ! να μην έχω έναν μικρό Μάριο, αχ! να μην έχω ένα παιδί που φοβάται να έρθει σχολείο ή ντρέπεται ή το κοροϊδεύουν». Δεν είναι εύκολο να το καταφέρεις. Είχα πολλά που μου θύμιζαν εμένα. Προσπαθώ να τα βοηθήσω να γλιτώσουν από τις άσχημες μέρες. Όπως προσπαθώ να ξεγελάσω το παρελθόν μου και να του πω: «Τώρα πας δημοτικό. Τώρα είσαι παιδί. Τώρα μάθε να μη ντρέπεσαι». Το προσπαθώ συνεχώς. Τα καλοκαίρια που πηγαίνω σε νησιά, ψάχνω τα δημοτικά τους σχολεία και σκέφτομαι: «Εδώ, έτσι θα ήμουν; Αόρατος;». Έμαθα κάπως να γελάω, να χαίρομαι, να γίνομαι ο δάσκαλος που θα ήθελα να έχω. Να πετάω ψηλά και να πέφτω χαμηλά, να είμαι όσο πιο παρών μπορώ. Ανάκατα τα λέω, ντρέπομαι πάλι κι ας μη φαίνεται. Νομίζω τα βλέμματα στρέφονται πάνω μου και φοβάμαι μην ξεχάσω το ποίημα. Γι’ αυτό κι αφήνω πολύ τους άλλους να μιλούν, να λένε όσα δεν είπα ή όσα θέλω να πω. Κι αυτό είναι επίσης ποίημα για μένα»!

Αλήθεια, πόσα παιδιά σήμερα πηγαίνουν στο σχολείο και εύχονται να μπορούσαν να ήταν αόρατα; Να μη τα δει ο «νταής» που θα τα χτυπήσει, να μη τα δει ένας δάσκαλος όταν δεν θα ξέρουν το μάθημα, να μη τα δει ένας συμμαθητής και προσέξει ότι τα παπούτσια είναι παλιά και όχι κάποιας αθλητικής επωνυμίας γιατί η μαμά και ο μπαμπάς δεν μπορούν να του αγοράσουν άλλα…