Η ακροδεξιά αυξάνει την επιρροή της στην Ευρώπη. Αυτό είναι πλέον ξεκάθαρο. Αυτό λένε τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων και είναι κάτι που ουδείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Αντίθετα είναι ένα ζήτημα τα οποίο είναι καιρός να αντιμετωπιστεί στην πραγματική του διάσταση και με πολιτικούς όρους και όχι με συνθήματα, αφίσες και γενικόλογες διακηρύξεις.

Η Ολλανδία ήρθε να προστεθεί στον κατάλογο εκείνης της ομάδας των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ένα ακροδεξιό κόμμα κερδίζει εκλογές ή καταφέρνει να έχει ρυθμιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Ο Γκέερτ Βίλντερς είναι το νέο πολιτικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που στρέφει τα φώτα της δημοσιότητας προς το μέρος του. Κέρδισε τις πρόσφατες εκλογές στη χώρα και δεν αποκλείεται σύντομα να είναι ο νέος πρωθυπουργός της Ολλανδίας.

Στην Ιταλία, η Τζότζια Μελόνι ήδη κυβερνά τη χώρα, και ο Βίκτορ Όρμπαν παραμένει κυρίαρχος στην Ουγγαρία. Στη Γαλλία, η Μαρί Λεπέν πλησιάζει όλο και περισσότερο προς το μέγαρο των Ηλυσίων. Στη Γερμανία η ακροδεξιά ανεβαίνει συνεχώς. Πέρσι στη Σουηδία η ακροδεξιά ήταν δεύτερη δύναμη και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό κυβέρνησης. Να μην μας διαφεύγει η παρουσία της ακροδεξιάς στην Αυστρία και το γεγονός ότι κυβέρνησε τη χώρα, αλλά και το ρόλο που έπαιξε η ακροδεξιά στη Βρετανία προκειμένου η χώρα να βρεθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτά είναι πολιτικά δεδομένα τα οποία κανείς δεν μπορεί να προσπερνά μέσα από μια θεωρητική προσέγγιση χωρίς να αγγίζει την ουσία του προβλήματος. Το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι το «γιατί οι λαοί της Ευρώπης επιλέγουν ακροδεξιά κόμματα;», και να αναζητηθούν οι λόγοι που ένας ψηφοφόρος πάει στην κάλπη και αποφασίζει να παραδώσει την τύχη της χώρας του σ’ αυτά τα κόμματα.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα οι προσεγγίσεις στις πλείστες χώρες όπου παρουσιάζεται άνοδος της ακροδεξιάς έδειξαν πως τα παραδοσιακά κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς δεν έχουν αντιληφθεί ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Η τάση της αντιπαράθεσης και επίρριψης ευθυνών εκατέρωθεν ανάμεσα στα παραδοσιακά κόμματα όχι μόνο δεν έδωσαν λύσεις αντίθετα στις πλείστες περιπτώσεις λειτούργησαν προς όφελος της ακροδεξιάς.

Οι πολίτες της Ευρώπης τείνουν όλο και περισσότερο στο να θεωρούν τα παραδοσιακά κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς ως μέρος των προβλημάτων που σήμερα αντιμετωπίζει η γηραιά ήπειρος. Και ως εκ τούτου καταλήγουν στο συμπέρασμα, πως εφόσον είναι μέρος του προβλήματος, δεν είναι και σε θέση να δώσουν λύσεις. Την ίδια ώρα υπάρχουν κι εκείνες οι ομάδες πολιτών που πιστεύουν ότι τα προβλήματα προέκυψαν λόγω πολιτικών των συγκεκριμένων κομματικών σχηματισμών.

Και από την ώρα που οι πολίτες σε μια χώρα τείνουν να πιστέψουν ότι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι σε θέση να λύσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν θα στραφούν προς άλλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους. Και η Ευρώπη, στο σύνολό της, αντιμετωπίζει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα (οικονομία, μεταναστευτικό, κλπ.) για τα οποία δείχνει αδύναμη να δώσει λύσεις. Και αυτή η αδυναμία στην ουσιαστική αντιμετώπιση προβλημάτων λειτουργεί υποβοηθητικά για την ανάπτυξη των ακροδεξιών δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο.

Η διάλυση των ιδεολογικών τειχών που υπήρχαν στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα ανάμεσα στην Δεξιά και την Αριστερά/Σοσιαλδημοκρατία οδηγεί σταδιακά στην σταθερή άνοδο της ακροδεξιάς η οποία εμφανίζεται σήμερα ως αντισυστημική. Ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες η ακροδεξιά, όπως είχε εκφραστεί από τον Ντόναλντ Τραμπ, κατάφερε, χωρίς να διαταράξει τον δικομματισμό να κερδίσει τις εκλογές στη χώρα. Και σήμερα ο Τραμπ να εμφανίζεται και πάλι σήμερα θα έχει ένα ισχυρό λαϊκό εκτόπισμα μέσα στο αμερικανικό εκλογικό σώμα.

Σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον μας δύσκολη κατάστασης την οποία δείχνει αδύναμη να αντιμετωπίσει. Αποφεύγει να δει το πρόβλημα κατάματα και κυρίως αποφεύγει να αναλύσει τους πραγματικούς λόγους, τα ζητήματα εκείνα που απασχολούν τους πολίτες, και τους οδηγεί σε ακροδεξιές επιλογές. Και εάν δεν αλλάξει αυτή στάση στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ πιθανόν αυτό που σήμερα καταγράφεται σε εθνικό επίπεδο, στις επόμενες ευρωεκλογές να μετατραπεί σε μια πανευρωπαϊκή τάση. Και σε μια τέτοια περίπτωση οι επιπτώσεις τον ίδιο τον ευρωπαϊκό θεσμό θα είναι τεράστιες.

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων μπορεί να ανατραπεί. Φτάνει τα παραδοσιακά κόμματα να πάνε πίσω στη βάση όχι για να επιβάλουν πολιτικές αλλά για να ακούσουν τους πολίτες. Δεν τους μένει άλλη επιλογή.