Αν πάρουμε το παράδειγμα της Βρετανίας και τον τρόπο που η σιδηρά κυρία Μάργκαρετ Θάτσερ πέταξε μια και καλά τους χούλιγκαν έξω από τα γήπεδα (βέβαια, ο χουλιγκανισμός συνέχισε να εκδηλώνεται σε άλλους χώρους και παρέμεινε ως κοινωνικό φαινόμενο), τότε ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε ότι η αντιμετώπιση της ποδοσφαιρικής βίας είναι υπόθεση όλων.

Επεξεργαζόμενοι, λοιπόν, μεμονωμένα τα όσα έγιναν πριν από την έναρξη του ντέρμπι Απόλλωνα – ΑΕΛ, δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν λέγαμε πως η Αστυνομία δεν είναι η μοναδική υπαίτια. Αριθμημένες θέσεις στα γήπεδα, ταυτοποιημένοι οπαδοί, σύλλογοι που να μην υποθάλπουν εγκληματικά στοιχεία, ποδοσφαιρική Ομοσπονδία που δεν χειρίζεται επιλεκτικά τις ομάδες, καλά εκπαιδευμένοι επιτηρητές ασφαλείας, υψηλής ευκρίνειας κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (CCTV) και άλλα πολλά, είναι παράμετροι αποτρεπτικές για πράξεις βίας στα γήπεδα…

Το έχουμε πει κι άλλες φορές, άλλωστε, ότι η φράση «φταίει η Αστυνομία» εκστομίζεται από δειλούς/ευθυνόφοβους, οι οποίοι αναζητούν την πιο βολική λύση όταν θέλουν να αποφύγουν την ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης για ένα αρνητικό γεγονός.

Δεν πρόκειται, όμως, να κάνουμε τους συνηγόρους της αστυνομικής Δύναμης στην προκειμένη. Τουναντίον. Γιατί πολύ απλά, οι δικαιολογίες πλέον έχουν εκλείψει. Είναι τόσο χτυπητές οι αδυναμίες στη διαχείριση επιχειρήσεων αστυνόμευσης και πλήθους, τέτοιας συχνότητας οι ματσαράγκες, τόσα πολλά τα προειδοποιητικά μηνύματα και οι ευκαιρίες για να ληφθούν διορθωτικά μέτρα, που δεν σου αφήνουν περιθώρια να αναζητήσεις ελαφρυντικά…

Ας αρχίσουμε από το πιο απλό. Στην επιχείρηση αστυνόμευσης του αγώνα της περασμένης Τετάρτης, καθήκοντα επικεφαλής είχε ο ίδιος αξιωματικός, ο οποίος είχε την ευθύνη αστυνόμευσης για τα επεισόδια στον μόλο της Λεμεσού την 1η Σεπτεμβρίου. Τότε από τύχη δεν θρηνήσαμε θύματα. Όσο κοινότοπη κι αν είναι η πρόταση αυτή, αποδίδει χωρίς υπερβολή τα όσα είχαν συμβεί στη συγκεκριμένη εκδήλωση για το μεταναστευτικό. Η Αστυνομία ήταν εντελώς παθητική, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί κόσμος αδιάκριτα, να γίνουν καταστροφές και να κινδυνεύσουν άμεσα ανθρώπινες ζωές.

Με απλά λόγια, ένας αξιωματικός που δεν μπορεί να υπερηφανευτεί για τη διαχείριση του περιστατικού στην αρχή του περασμένου φθινοπώρου, ορίζεται ξανά σε μια εκδήλωση που μυρίζει μπαρούτι. Οι ανώτεροι δεν όφειλαν να αναλογιστούν αυτή την παράμετρο; Η απραγία τους, όμως, είναι ενδεικτική και του τρόπου σκέψη τους. Καμία διάθεση για αυτοκριτική, κανέναν μέτρο έστω και για τον φόβο των Ιουδαίων.

Και είναι και πολλά άλλα που προηγήθηκαν. Τα επεισόδια του ΣΙΓΜΑ, για τα οποία έφταιγαν οι πληροφορίες σε σχέση με τον όγκο των διαδηλωτών και τις προθέσεις τους, οι ακρότητες του καλοκαιριού στη Χλώρακα, επίσης απόρροια της κακής εκτίμησης της Αστυνομίας, τα έκτροπα στο «Τάσσος Παπαδόπουλος» τον περασμένο Μάρτιο, όταν ο υπεύθυνος αξιωματικός έκανε συμφωνία για να εισέλθουν στην κλειστή αίθουσα οι χούλιγκαν που λίγο προηγουμένως προσπαθούσαν να ανοίξουν τα κεφάλια αστυνομικών με πέτρες και φωτοβολίδες…

Για όλη αυτή την ανικανότητα στην αστυνόμευση και στον χειρισμό πλήθους, ίσως να ευθύνεται η αναξιοκρατία στο αστυνομικό Σώμα και η προώθηση αξιωματικών που μάλλον ακουστά έχουν την περιβόητη «πρώτη γραμμή». Κυρίως, όμως, η επαναλαμβανόμενη απροθυμία της ηγεσίας της αστυνομικής Δύναμης να λάβει διορθωτικά μέτρα. Κολλήσαμε στις εκθέσεις γεγονότων. Όσο για την συνέντευξη Τύπου του αρχηγού Αστυνομίας, την ώρα που γράφαμε αυτές τις αράδες δεν γνωρίζαμε αν από μόνος του αποφάσισε να λογοδοτήσει για τη νέα ματσαράγκα ή αν πιέστηκε από πολιτικό προϊστάμενο. Αν και το γεγονός ότι βγήκε μπροστά, χαρακτηρίζεται θετικό υπό ένα οπτικό πρίσμα, εντούτοις δεν αποστρέφει τα βλέμματα από την ουσία. Η οποία είναι μια: Η αποτυχία και η ανάγκη για να γίνει κάτι δραστικό.