«Δημοφιλής», αυτός που τον αγαπά ο λαός. «Δημοφιλία», η συμπάθεια που αισθάνεται ο κόσμος για κάποιον. Ένας πολιτικός κρίνεται, στις πλείστες των περιπτώσεων, όχι από το έργο του αλλά από το πόσο δημοφιλής είναι στον λαό του. Και πολλές φορές πολιτικοί χαρακτηρίζονται ως επιτυχημένοι ή αποτυχημένοι σύμφωνα με τους δείκτες δημοφιλίας που καταγράφονται τη δεδομένη στιγμή. Η πολιτική ιστορία έχει ουκ ολίγα παραδείγματα δημοφιλών πολιτικών που απέτυχαν να κυβερνήσουν, όπως και επιτυχημένων διακυβερνήσεων με προέδρους/πρωθυπουργούς με χαμηλή δημοφιλία.

Η συμπάθεια και η αντιπάθεια προς τους πολιτικούς έχει να κάνει, στις πλείστες περιπτώσεις, με το πόσο εύκολα προσεγγίζει τον κόσμο και πόσο κοντά τους τον αισθάνονται οι πολίτες. Συνήθως δημοφιλής θεωρείται εκείνος ο πολιτικός ο οποίος λέει πράγματα τα οποία είναι εύηχα στα αυτιά του εκλογικού σώματος και του λαού ευρύτερα. Σπανίως ένας πολιτικός που στέκεται με αποφασιστικότητα απέναντι στα προβλήματα και είναι έτοιμος να βρει σκληρές λύσεις, θα τύχει μεγάλης δημοφιλίας.

Σήμερα, το φαινόμενο «δημοφιλείς ηγέτες» καθίσταται όλο και πιο σπάνιο. Σε πρόσφατα δημοσιεύματα τα οποία αναφέρθηκαν στο θέμα της δημοφιλίας σημειωνόταν η ελεύθερη πτώση της δημοτικότητας Μπάιντεν, ο οποίος με έναν μέσο όρο 37% που συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις είναι το χαμηλότερο που έχει καταγραφει για πρόεδρο των ΗΠΑ σε πρώτη θητεία. Ωστόσο, στα ίδια δημοσιεύματα, σημειωνόταν πως ακόμα και με το ιστορικά χαμηλό της, πολλοί είναι οι ηγέτες στη Ευρώπη που θα ήθελαν να έχουν ένα τέτοιο ποσοστό.

Ο Ρουχίρ Σιάρμα, του ινστιτούτου Ροκφέλερ, σε πρόσφατο άρθρο του σημείωνε πως η αντιδημοφιλία των ηγετών λαμβάνει το τελευταίο διάστημα διαστάσεις επιδημίας. Ο Σιάρμα που παρακολουθεί εδώ και χρόνια τα ποσοστά δημοτικότητας των ηγετών σε ανεπτυγμένες χώρες σημειώνει πως μόνο σε μια χώρα, στην Ιταλία η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, είδε την δημοτικότητά της να ενισχύεται μετά το 2020. Ενώ σε Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία με ηγέτες πολύ νεότερους του Μπάιντεν η δημοτικότητά τους κινείται κάτω του 30%.

Το 2015, ο Ντέιβιντ Κάμερον ήταν μέσα  στην πεντάδα των πιο δημοφιλών πολιτικών του πλανήτη, ήταν τρίτος μετά τους Μπάρακ Ομπάμα και Άνγκελα Μέρκελ. Πέντε χρόνια προηγουμένως ο Κάμερον στα 43 του χρόνια γινόταν ο νεότερος πρωθυπουργός της Βρετανίας, 198 χρόνια μετά τον Ρόμπερτ Τζένκινσον, που έλαβε το χρίσμα στα 42 του χρόνια. Το 2010 ο Κάμερος ηγήθηκε κυβέρνησης συνασπισμού, ενώ  το 2015 επανεκλέχθηκε πρωθυπουργός μετά την αυτοδυναμία των Συντηρητικών.

Η δημοφιλία που είχε το 2015 δεν αποδείχθηκε αρκετή για να θεωρείται ο Ντέιβιντ Κάμερον ένας ισχυρός ηγέτης. Η δημοφιλία του πήρε τα πάνω της λόγω και της υπόσχεσης του να διοργανώσει δημοψήφισμα για έξοδο ή παραμονή της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωσης. Μετά τη θετική ψήφο για την έξοδο από την ΕΕ ο Κάμερον ανακοίνωσε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία της χώρας. Σήμερα, οκτώ χρόνια  μετά, επέστρεψε στο προσκήνιο αναλαμβάνοντας το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών.  Η δημοφιλία του Κάμερον δεν ήταν αρκετή για να πάει αντίθετα στο ρεύμα, μάλλον συμπαρασύρθηκε και ο ίδιος προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά, χωρίς όμως να τα καταφέρει.

Η περίπτωση Κάμερον μας υπενθυμίζει πως η δημοφιλία μπορεί να κερδίζεται κάποια στιγμή ένας άτυπο τίτλο στην πολιτική σκηνή αλλά δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, εχέγγυο πολιτικής επιτυχίας. Στις πλείστες περιπτώσεις οι δημοφιλείς πολιτικοί δεν είναι και οι πιο επιτυχημένοι ηγέτες. Αντίθετα, πολλοί αντιδημοφιλείς πολιτικοί κατάφεραν – στην προσπάθεια τους να κερδίσουν την κοινή γνώμη – να είναι επιτυχημένοι είτε ως πρόεδροι είτε ως πρωθυπουργοί. Πολλές φορές οι αποφάσεις είναι εύκολες όταν είναι δημοφιλείς και κερδίζουν το χειροκρότημα, αλλά αυτό είναι πρόσκαιρο. Οι αντιδημοφιλείς αποφάσεις είναι εκείνες που στις πλείστες περιπτώσεις αφήνουν και καλύτερα αποτελέσματα.

Στη σημερινή εποχή, όπου η κοινή γνώμη μπορεί να καθορίζεται και από τα όσα συζητιούνται στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η εικόνα δημοφιλία είναι κάτι που απασχολεί τους πολιτικούς. Τους απασχολεί ενδεχομένως περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει και εκ των πραγμάτων τους αποπροσανατολίζει από του να αντιμετωπίσουν τα σημαντικά προβλήματα που έχουν ενώπιόν τους.