Στην Κύπρο με τα χίλια αδιέξοδα και τους χιλιάδες κλέφτες, τις διαπλοκές και τους απατεώνες, που όποια πέτρα σηκώσεις θα κρύβει σκάνδαλο, που οι πολίτες πληρώνουν από το υστέρημά τους την ανικανότητα και την ανευθυνότητα πολλών από όσους διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, όταν ακούς τον Γενικό Εισαγγελέα, τον ανώτατο και απόλυτο μονάρχη των διώξεων, με αφορμή ένα ακόμα τεράστιο σκάνδαλο δεκάδων εκατομμυρίων, να μιλά για τη δημοσιογραφία αντί να κόπτεται για την προστασία του πολίτη, τότε ναι, είναι σκανδαλώδες.

Ακόμα κι αν μιλούσε γενικά προχτές εξερχόμενος από κοινοβουλευτική επιτροπή, το ζήτημα που σχολίαζε ήταν δημοσίευμα του Φιλελεύθερου. Και επί τούτου ο Γενικός Εισαγγελέας θεώρησε ότι υπήρχε αφορμή για «να υπενθυμίσω σε όλους», όπως είπε, ότι «οποιαδήποτε μετάδοση, αναμετάδοση, περιγραφή ή αναφορά σε απόρρητο διαβαθμισμένο περιεχόμενο είναι ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση επτά ετών και περιορίζομαι ως εδώ».

Δεν ήταν μια γενική και αόριστη υπενθύμιση, απευθυνόταν στους δημοσιογράφους ως απειλή. Αυτό είναι το απαράδεκτο. Και μάλιστα, απειλή γενικευμένη για να μην πιάνει μόνο αποκαλύψεις απόρρητων εγγράφων, αλλά και «οποιαδήποτε αναφορά σε απόρρητο». Διότι, το δικό μας δημοσίευμα αυτό έκανε. Έκανε αναφορά σε απόρρητη επιστολή που έστειλε ο υπουργός Ενέργειας στη Βουλή. Και όχι για κανένα ζήτημα εθνικής ασφαλείας, αλλά για ένα σκάνδαλο για το οποίο οι πολίτες πληρώνουν δεκάδες εκατομμύρια και κινδυνεύουν να πληρώσουν ακόμα περισσότερα, λόγω της διαχείρισης που έκαναν οι άρχοντες του τόπου στο έργο του τερματικού σταθμού εισαγωγής φυσικού αερίου στο Βασιλικό. Δουλειά €500 εκατομμυρίων που δεν ολοκληρώθηκε και μας ζητούν να πληρώσουμε άλλα €200 εκατομμύρια.

Μπορεί να μην δίναμε και τόση σημασία στις δηλώσεις του Εισαγγελέα, μπορεί να δείχναμε και λίγη κατανόηση, αν δεν βλέπαμε συνεχώς προσπάθειες από τα κέντρα της εξουσίας, εδώ και στην Ευρώπη, να περιορίσουν και να ελέγξουν όσο περισσότερο μπορούν τη δημοσιογραφική δουλειά. Με νομοθεσίες για παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, δήθεν για λόγους εθνικής ασφαλείας, με νομοθεσίες για εξοντωτικά πρόστιμα, και τώρα με τα υπονοούμενα (μην πούμε, απειλές) για φυλακίσεις λόγω διαρροής απόρρητων πληροφοριών.

Αλλά, η ουσία είναι ότι οι κρατικοί αξιωματούχοι έχουν τη δυνατότητα να βαφτίζουν τα πάντα «απόρρητα». Οι πληροφορίες που αναζητά ο δημοσιογράφος για να ενημερώσει τους πολίτες δεν προέρχονται συνήθως από επίσημα χείλη, προέρχονται από ανθρώπους που απηύδησαν και αποφάσισαν να μιλήσουν. Κρυφά, έστω. Μυστικά και απόρρητα. Γι΄ αυτό και διεθνώς, όπως και στην Κύπρο προστατεύονται οι πηγές των δημοσιογράφων. Κι ας μην μας εμπιστεύονται πολλοί να μας μιλούν, έχουμε κι εμείς τα κουσούρια μας (άλλο θέμα αυτό).

Διότι, επίσημα, δεν μιλά κανένας με ειλικρίνεια. Ακόμα και οι απαντήσεις υπουργών σε επερωτήσεις βουλευτών βαφτίζονται απόρρητες. Έτσι, εάν αποφασίσει ο Γενικός Εισαγγελέας να ασκήσει διώξεις μπορεί να κυνηγήσει όλους τους δημοσιογράφους ως εγκληματίες. Είναι σημαντικό, όμως, να ξεκαθαρίσουμε το εξής: Οι διαρροές προς δημοσιογράφους είναι βασική πηγή πληροφόρησης. Και πληροφόρηση δημοσιογράφου σημαίνει ενημέρωση της κοινής γνώμης. Στην εποχή μας αυτό είναι πάνω από τους όποιους αναχρονιστικούς νόμους, που εξυπηρετούν μόνο τους κρατικούς αξιωματούχους αλλά όχι το δημόσιο συμφέρον.

Η υπόθεση με το τερματικό είναι χαρακτηριστική: Το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει να ενημερωθούν οι πολίτες γιατί πλήρωσαν €500 εκατομμύρια για ένα έργο που δεν έγινε. Γιατί έπρεπε να παραδοθεί τον Σεπτέμβρη του 2022 και σήμερα, 2024, δεν τελείωσε ούτε το μισό. Αυτό είναι πάνω από τις όποιες επιστολές βαφτίζονται απόρρητες για να μένει ο λαός στο σκοτάδι.

Τον λαό έχουμε υποχρέωση να ενημερώνουμε οι δημοσιογράφοι, όχι τους εισαγγελείς, όχι τους υπουργούς. «Τον άνισα στημένο στον τοίχο λαό, που δεινοπαθεί. Που του αφαιρούν, οι κλέφτες τα πάντα. Ακόμα και την αξιοπρέπειά του», όπως έγραφε ο Μανώλης Αναγνωστάκης.

Τις εποχές του σκότους και του παρασκηνίου, τις πλήρωσε ο τόπος πολύ ακριβά και δεν επιτρέπεται να επιστρέψουμε σε αυτές. Σήμερα, «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / να μη τις παίρνει ο άνεμος» (Αναγνωστάκης).