Τελευταία προκλήθηκε σάλος από τις αποκαλύψεις και αλληλοκατηγορίες σχετικά με τη Μονή Αββακούμ. Δεν θα ασχοληθούμε κρίνοντας τα γεγονότα, θα αναμένομε τους διεξάγοντες τις έρευνες να ανακοινώσουν τα αποτελέσματα τους.
Θα ασχοληθούμε όμως με τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα στην ιστορία του Βυζαντίου, που υπήρξε μια πολυεθνική ανατολική αυτοκρατορία με κυρίαρχο το ελληνορωμαϊκό στοιχείο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, ξεκινά χρονικά από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης (11/5/330) μέχρι την Άλωση από τους Οθωμανούς (29/5/1453), πέραν των χιλίων χρόνων. Υπήρξε η μακροβιότερη αυτοκρατορία του κόσμου. Τα σύνορα της άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν τα Βαλκάνια, την Ιταλική χερσόνησο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία, τμήμα της Λιβύης, της Αλγερίας, του Μαρόκο και νότιες περιοχές τής Ιβηρικής χερσονήσου και της Κριμαίας. Λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική έκταση είναι φανερό ότι η βυζαντινή κοινωνία συναποτελείται από διαφορετικές εθνότητες με διαφορετικό πολιτισμό και νοοτροπίες.
Επειδή το Βυζάντιο είναι η χριστιανική αυτοκρατορία της ρωμαϊκής Ανατολής, ο εκχριστιανισμένος ρωμαϊκός κόσμος, προέκυψε σύγκρουση ανάμεσα στον ρωμαϊκό ερωτισμό και τη χριστιανική ηθική. Στο Πρώιμο Βυζάντιο οι αυστηροί κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας συγκρούσθηκαν με τον ειδωλολατρικό αισθησιασμό και την απόλαυση της ζωής που επιζούσε μέσω της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Προέκυψε ένα βαθύ χάσμα όταν οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί Πατέρες διακήρυτταν την άσκηση και την αποχή από τις απολαύσεις αυτού του κόσμου.
Επόμενο σε αυτή τη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου τα ερωτικά πάθη να παρουσιάζουν αρκετές μεταβολές και μεταρρυθμίσεις τόσο σε επίπεδο κοινωνίας αλλά και πολιτείας. Προέκυψαν νέοι νόμοι και ποινές που κάποτε εναρμονίζονταν και άλλοτε συγκρούονταν με τον ηθικό κώδικα που υιοθετούσε ο μέσος βυζαντινός πολίτης. Υπήρχαν πολλαπλές διακυμάνσεις στην ποινική καταδίκη των ερωτικών παρεκτροπών που αρχικά βασίζονταν σε παρόμοιους θεσμούς της ρωμαϊκής κοινωνίας. Στο ρωμαϊκό δίκαιο οι ποινές ήταν βάρβαρες αφού προβλεπόταν η θανατική καταδίκη για τα περισσότερα ερωτικά εγκλήματα (σταύρωση, πνιγμός, καύση). Μέχρι την δυναστεία των Ισαύρων αυτοκρατόρων (717-802), επικρατούσε ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (529 μ.Χ.), μια σύνθεση αυτοκρατορικών νόμων που είχαν εκδοθεί από Ρωμαίους αυτοκράτορες. Επί Λέοντος Γ’ του Ίσαυρου η θανατική ποινή διατηρήθηκε μόνο για τις ιδιαίτερες ειδεχθείς πράξεις, τις επικίνδυνες για το κοινωνικό δίκαιο, ανάμεσα τους και ορισμένα σεξουαλικά εγκλήματα όπως η παιδεραστία, αλλά καταργήθηκαν οι παλαιοί τρόποι εκτέλεσης τους.
Συνηθισμένη κοσμική ποινή ήταν ο ακρωτηριασμός. « Η ποινή αυτή έπληττε τα μέλη του σώματος με τα οποία ή χάρη στα οποία μπορούσε να διαπραχθεί το αδίκημα όπως τη γλώσσα του ψεύδορκου και τη μύτη στα περισσότερα εγκλήματα κατά των ηθών ώστε να στερηθεί ο δράστης από την τυχόν καλή εμφάνιση που εκμεταλλεύτηκε για την τέλεση της πράξεως του. Ο ακρωτηριασμός (γλωσσοτομία, ρινοκοπία, αποκοπή του πέους για σεξουαλικά εγκλήματα, αποκοπή χεριών, ποδιών, αυτιών, εκτύφλωση) επιβαλλόταν ως αποκλειστική ποινή ή με άλλες όπως διαπόμπευση, δήμευση περιουσίας, κούρεμα, μαστίγωση, ξυλοδαρμό, εξορία, αλλά πάντοτε συνοδευόμενος από βασανισμό» (Βυζάντιο: Τα ερωτικά εγκλήματα και οι τιμωρίες τους (2003) Γιώργος Κάουρας). Η ποινή αποκοπής του πέους ίσχυσε ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου. Οι ποινές ήταν βάναυσες και επώδυνες αλλά οι βυζαντινοί τις προτιμούσαν παρά τις μαρτυρικές θανατώσεις του ρωμαϊκού και ιουστινιάνειου δικαίου. Στην πορεία απαιτείτο η προσκόμιση ισχυρών αποδείξεων για την καταδίκη του δράστη και ακριβής προσδιορισμός της ποινής και των περιπτώσεων επιβολής της.
Η Εκκλησία επέβαλλε μόνο αναίμακτες ποινές, που συνεπάγονταν κοινωνική διαπόμπευση και περιθωριοποίηση. Η πιο συνηθισμένη ποινή της Εκκλησίας ήταν ο αφορισμός που είχε διπλή σημασία. Σήμαινε τον αποκλεισμό από τις ιερές τελετές και κυρίως το μυστήριο της Θείας Μετάληψης και από την άλλη σήμαινε την ολοκληρωτική αποκοπή του αμαρτήσαντος από το σώμα της Εκκλησίας και την αποβολή της ιδιότητας του μέλους της που εξυπακούετο κοινωνικό αποκλεισμό και αποκοπή από το κοινωνικό σύνολο. Η καθαίρεση επιβαλλόταν σε κληρικό που υπέπεσε σε παράπτωμα και συνίστατο στην αποβολή της ιδιότητας του, ξαναγινόταν λαϊκός.
Βασικός ηθικός κανόνας της Εκκλησίας ήταν ότι μια και μόνη νόμιμη ερωτική συνεύρεση μεταξύ άντρα και γυναίκας ήταν ο γάμος. Η μη τήρηση της επαγγελίας της παρθενίας από μοναχούς επέσυρε τον 7ετή αφορισμό τους, ενώ από μοναχές ισοδυναμούσε με μοιχεία και γι’ αυτό ετιμωρείτο με 15ετή αφορισμό συνοδευόμενη από 250 μετάνοιες την ημέρα και ξηροφαγία.
Όμως, παρόλες τις αυστηρές ποινές η συχνότητα των παρεκτροπών παράμενε ίδια. Τη διαδεδομένη δράση των μαστροπών στη βυζαντινή κοινωνία αποδεικνύουν τα σμήνη από πόρνες κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η προαγωγή σε πορνεία τιμωρείτο με 7ετή ή 9ετή αφορισμό του προαγωγού ή μαστρωπού.
Η νέα πολυεθνική κοινωνία αναζητούσε την ηθική της ταυτότητα παλεύοντας μεταξύ των πατροπαράδοτων ελληνορωμαϊκών ηθών και της υπέρμετρης ηθικής που επαγγελλόταν η νέα θρησκεία.
Η βυζαντινή κοινωνία είχε αντιφάσεις, όταν νομιμοποιείται το επιτρεπτό των ερωτικών συμπεριφορών στα ανώτερα στρώματα (πόρνη Θεοδώρα που παντρεύτηκε τον Ιουστινιανό και έγινε αυτοκρατόρισσα) ενώ καταδικάζεται στα λαϊκά στρώματα.
Ευτυχώς στη σύγχρονη πολιτισμένη εποχή κανένας δεν κινδυνεύει με ακρωτηριασμό, όμως τα σφάλματα ποινικά ή εκκλησιαστικά παραμένουν.
Αναμένουμε τις εξελίξεις.