Λίγες είναι οι φορές που θα θυμάται κάποιος μια ομιλία ενός πολιτικού και πάλι εάν θυμάται κάτι αυτό θα είναι μια αναφορά ή μια ατάκα. Στις πλείστες περιπτώσεις η ουσία των όσων έχει να πει μπορεί και να περάσουν απαρατήρητα. Ακόμα κι αυτοί που επιλέγουν να συμμετέχουν σ’ ένα συνέδριο λίγα είναι που θυμούνται από τα όσα έχουν λεχθεί ακόμα και από ηγέτες τους οποίους σηκώθηκαν και χειροκρότησαν με πάθος.

Λίγοι είναι εκείνοι που σήμερα, περίπου δύο εβδομάδες μετά, θυμούνται τα όσα η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε αναφέρει από το βήμα του συνεδρίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Αναφορές οι οποίες δεν αφορούν μόνο το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τους συνοδοιπόρους του αλλά αφορά την πλειονότητα των πολιτών του οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευρύτερα και των κατοίκων του κάθε κράτους μέλους ειδικότερα.

Απευθυνόμενη στους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής δεξιάς/κεντροδεξιάς/χριστιανοδημοκρατίας η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπέδειξε πως δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για το τι διακυβεύεται σε αυτές τις εκλογές: «Η ειρηνική και ενωμένη Ευρώπη μας αμφισβητείται όσο ποτέ άλλοτε από λαϊκιστές, εθνικιστές και δημαγωγούς. Είτε είναι ακροδεξιά είτε η άκρα αριστερά. […] Τα ονόματα μπορεί να είναι διαφορετικά, αλλά ο στόχος είναι ο ίδιος: Θέλουν να καταπατήσουν τις αξίες μας θέλουν να καταστρέψουν την Ευρώπη μας».

Κανείς δεν αμφιβάλλει για τα προβλήματα και τις αδυναμίες της ΕΕ. Πάνω σ’ αυτά τα προβλήματα κτίζουν και επενδύουν πολιτικά οι κάθε λογής εθνικιστές και λαϊκιστές προκειμένου να κερδίσουν πολιτικά οφέλη. Επενδύουν σε μια πρόσκαιρη αγανάκτηση των πολιτών την οποία σπεύδουν να εκμεταλλευθούν προκειμένου να ανέβουν πολιτικά. Και αν κοιτάξουμε την πορεία όλων αυτών των δυνάμεων, λαϊκιστών-εθνικιστών, θα δούμε ότι η πορεία τους είναι ταυτόσημη. Εκμεταλλεύονται την αγανάκτηση που αισθάνονται τη δεδομένη στιγμή οι πολίτες μιας χώρας προς τους οποίους υπόσχονται έναν κόσμο διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουν, και ότι με «σκληρές πολιτικές» θα εκλείψουν τα όποια ζητήματα.

Οι τάσεις αυτές που εντοπίζονται στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο καταγράφονται και στην κυπριακή πραγματικότητα. Με την κυπριακή ακροδεξιά να επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τα όποια προβλήματα υπάρχουν σήμερα ένεκα και αρκετών ευρωπαϊκών πολιτικών και όχι μόνο. Επιχειρείται από την κυπριακή ακροδεξιά, όπως και σε πλείστα άλλα κράτη της ΕΕ, η εκμετάλλευση των προβλημάτων που οι πολίτες του τόπου αντιμετωπίζουν προκειμένου να κερδίσουν πόντους. Η άνοδος των ποσοστών καθόλου τυχαία. Το είδαμε να συμβαίνει και σε άλλες χώρες… Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία…

Σ’ ό,τι έχει να κάνει με την κυπριακή ακροδεξιά η οποία με την πάροδο του χρόνου όχι μόνο ξεθάρρεψε αλλά έχει κανονικοποιηθεί, πρώτα από το ίδιο το πολιτικό σύστημα και εν συνεχεία από την κοινωνία. Καθόλου τυχαία που σήμερα η κυπριακή ακροδεξιά λανσάρει ως τρίτη πολιτική δύναμη και ως εκείνη η παράταξη που προστατεύει (τάχατες) αρχές και αξίες, ιδανικά και πιστεύω και πολλά άλλα που λέγονται. Εμφανίζεται ως η πολιτική δύναμη που θα «καθαρίσει τον τόπο από τους μαύρους και κάθε λογής αλλοδαπούς». Όλα αυτά ισχύουν βεβαίως μόνο στη θεωρία, γιατί στην πράξη τίποτε απ’ όσα ευαγγελίζονται δεν μπορούν να υλοποιηθούν.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το μεταναστευτικό. Το ότι οργάνωσαν μια-δυο ομάδες κουκουλοφόρων και επιτέθηκαν σε αλλοδαπούς μήπως έλυσαν το πρόβλημα; Σε καμιά περίπτωση. Το πρόβλημα άρχισε να αντιμετωπίζεται όταν η πολιτεία μέσα από τις δημοκρατικές της διαδικασίες έλαβε αποφάσεις και εφάρμοσε μέτρα. Κάποιοι ωστόσο πιστεύουν ότι είναι η ακροδεξιά που μπορεί να λύσει το πρόβλημα!

Όπως και κάποιοι που πιστεύουν ότι εντασσόμενοι στις τάξεις της κυπριακής ακροδεξιάς θα κερδίσουν περισσότερα απ’ ό,τι είχαν καταφέρει στον πολιτικό χώρο που βρίσκονται σήμερα ή βρίσκονταν μέχρι πρόσφατα. Το εάν είναι ο Ανδρέας, ο Μάριος, ο Γιάννης, ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Παναγιώτης δεν έχει σημασία. Εκείνο το οποίο ο καθένας θα πρέπει να διερωτηθεί είναι εάν στον τόπο ευρύτερα συμφέρει η ενίσχυση της κυπριακής ακροδεξιάς.

Κάποιοι θέλουν να εκδικηθούν την σημερινή ηγεσία του ΔΗΣΥ γιατί οι ίδιοι δεν είχαν τις ικανότητες και τις δυνατότητες να πετύχουν κάτι περισσότερο εκεί που είχαν βρεθεί. Κινούμενοι προς την ακροδεξιά όμως δεν εκδικούνται κανέναν άλλο παρά τον εαυτό τους και το τόπο τους, και παράλληλα προσφέρουν την ευκαιρία στην αριστερά να βγει ενισχυμένη στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Κινούμενοι προς την ακροδεξιά το πρώτο που πράττουν είναι η αυτοαμφισβήτηση των όσων όλο το προηγούμενο διάστημα πρέσβευαν ή εκπροσωπούσαν. Και όταν με τόση ευκολία κάποιοι σπεύδουν για λόγους εκδίκησης να αφήσουν πίσω όσα πρέσβευαν, πως είναι δυνατό να τους προσφέρεται και βήμα να πολιτευθούν και κυρίως να γίνονται πιστευτοί; Εκτός εάν υπάρχουν αλλότρια κίνητρα, όπως συμβαίνει σήμερα με την κυπριακή ακροδεξιά.