Το διαχρονικό σικέ μάδημα της μαργαρίτας από τους κυβερνώντες.   

Είκοσι χρόνια μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, υπάρχει το ερώτημα πώς θα ήμασταν σήμερα αν το είχαμε αποδεχτεί. Βέβαια, ερωτήματα τύπου «τι θα γινόταν αν…» χρησιμεύουν μόνο στο να δικαιολογήσουν και να νομιμοποιήσουν την εκδοχή που δεν υπερίσχυσε εκείνη τη δεδομένη στιγμή του παρελθόντος. Και δεν έχουν πρακτική αξία επειδή η επανεκτίμηση γίνεται υπό το φως και με τη γνώση των όσων ακολούθησαν. Αυτό που έχει σημασία και που πρέπει να κάνουμε σήμερα, είναι να επαναξιολογήσουμε την πορεία μας σε σχέση με το μέλλον, να δούμε δηλαδή τι πάει λάθος και τι θα μπορούσε ενδεχομένως να αλλάξει, με δεδομένο το ότι επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια. Αλλά αν κάτι δεν ευδοκίμησε την πρώτη φορά, πώς μπορεί κανείς να περιμένει ότι τη δέκατη ή εικοστή φορά μπορεί το αποτέλεσμα, με τα ίδια δεδομένα πάντα, να είναι διαφορετικό;

Το δεδομένα, πάντως, δεν είναι τα ίδια αλλά χειρότερα. Επομένως, επαναλαμβάνοντας την ίδια αποτυχημένη «συνταγή», τι επιδιώκει κάποιος που δεν είναι τελείως βλάκας; Μα, την εικόνα της διαχείρισης για τα μάτια του κόσμου, ότι γίνεται κάποια προσπάθεια. Όμως ο κόσμος πλέον δεν παρακολουθεί καν, παρόλο που η συγκεκριμένη διαχείριση, από όλες τις κυβερνήσεις και το σύνολο σχεδόν των κομμάτων, μοιάζει με το σικέ μάδημα της μαργαρίτας: Αν ο αριθμός των πετάλων της είναι μονός, θα καταλήξεις εκεί απ’ όπου ξεκίνησες – αυτό είναι και το ζητούμενο: Να διαλέξεις την κατάλληλη μαργαρίτα που οδηγεί σε αδιέξοδο. Η μόνη φορά που έγινε κάτι ελαφρώς διαφορετικό, ήταν όταν ο Κοτζιάς έθεσε θέμα εγγυήσεων και στρατευμάτων στο Κραν Μοντανά, το οποίο ακόμα επικαλούμαστε ζητώντας να ξαναρχίσουν διαπραγματεύσεις «απ’ εκεί που έμειναν». Μόνο που δεν συμφωνούν όλοι στο πού ακριβώς έμειναν…

Η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη τα έδωσε όλα για να διοριστεί η τωρινή απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ ώστε να ξαναπάμε σε διαπραγμάτευση, με βάση πάντα τη ΔΔΟ. Μόνο που ο Τατάρ δεν τη δέχεται πλέον, ζητώντας εκ των προτέρων αποδοχή «των πραγματικοτήτων», δηλαδή ότι υπάρχουν δυο «λαοί» άρα και δυο κράτη στην Κύπρο. Με δυο λόγια, ζητά ως προϋπόθεση κάτι που όχι μόνο είναι μέρος των διεκδικήσεών του, αλλά είναι και ο λόγος που διαφωνούμε. Εκτός αυτού, αν νομιμοποιήσουμε την απόσχιση του παράνομου κρατιδίου, τι στο καλό θα απομείνει να συζητηθεί; Από την άλλη, η διπλωματία δεν προσφέρει λύσεις αλλά την αναζήτηση κοινού εδάφους. Ποιο είναι αυτό στην περίπτωσή μας; Αν δεν υπάρχει, η προσπάθεια στρέφεται προς τη λιγότερο άκαμπτη και περισσότερο προβλέψιμη πλευρά –ξέρετε ποια– προς αναζήτηση υποχωρήσεων. Αυτό γίνεται μέχρι σήμερα εις βάρος μας, στο Κυπριακό αλλά και στα Ελληνοτουρκικά.

Δείτε, π.χ., τον Ερντογάν: Είναι ο πλέον απρόβλεπτος ηγέτης στην περιοχή, κάτι που κάνει όλους να τον «κανακεύουν» ώστε να πετύχουν κάποιο θετικό για τα συμφέροντά τους αποτέλεσμα. Από την άλλη, εμείς συμπεριφερόμαστε λες και δεν είναι η Τουρκία που αποφασίζει στο Κυπριακό και που υπαγορεύει τις κουτοπονηριές του Τατάρ. Τον αναγνωρίζουμε ως τον νόμιμο συνομιλητή και εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων, με τον οποίο θα πρέπει να «τα βρούμε» σαν ένα ζευγάρι σε διάσταση. Αυτή η στάση διευκολύνει τους πάντες –Αμερικανούς και Ευρωπαίους, την Ελλάδα, τον ΟΗΕ κ.ά.– επειδή δεν τους βάζει σε μπελάδες. Τους πάντες εκτός από εμάς, μαζί και όσους Τουρκοκύπριους δεν ανέχονται την τουρκική κατοχή.

Τι μπορούμε να κάνουμε, εκτός από τα παραδοθούμε στις τουρκικές ορέξεις; Το λιγότερο, να αλλάξουμε στάση: Να πάψουμε να είμαστε τόσο προβλέψιμοι και έτοιμοι για υποχωρήσεις και «δώρα». Να απαιτήσουμε, π.χ., εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ ως προϋπόθεση για να πάμε σε συνομιλίες. Να προβάλουμε μια άλλη εκδοχή λύσης, όπως ένα ενιαίο, φυσιολογικό και δημοκρατικό κράτος, χωρίς νταβατζήδες «εγγυητές». Να εκπονήσουμε και να προτείνουμε ένα σχέδιο διακυβέρνησης που να εγγυάται τα δικαιώματα και την ασφάλεια όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως γλώσσας, θρησκείας ή καταγωγής, στο οποίο να μην μπορεί να φέρει κανείς κακοπροαίρετος αντίρρηση. Να βρούμε επίσης έναν τρόπο ώστε αυτό το σχέδιο να είναι ελκυστικό ως λύση που δεν αντιστρατεύεται τα συμφέροντα άλλων ενδιαφερομένων πλευρών, ώστε να μπορέσουν να το υποστηρίξουν. Να προβάλουμε παράλληλα τα προβλήματα και τους κινδύνους από μια μελλοντική «ομοσπονδία» που θα κηδεμονεύεται από την πιο επικίνδυνη και απρόβλεπτη δύναμη της περιοχής, την Τουρκία.

«Όνειρα θερινής νυκτός», «ουτοπία ανεφάρμοστη» – σαν να ακούω τις αντιρρήσεις κάποιων. Αλλά γιατί είναι περισσότερο ουτοπικά αυτά από την προδιαγεγραμμένη πορεία που οδηγεί στον τοίχο ενός αδιεξόδου στην καλύτερη περίπτωση, ή στην αγκαλιά της Τουρκίας στη χειρότερη;

[email protected]

Ελεύθερα, 28.04.2024