Η άτσαλη προσπάθεια εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα να απαλλαγεί από έναν «ενοχλητικό» Γενικό Ελεγκτή είναι επίθεση κατά της δημοκρατίας εκ μέρους του εκπροσώπου της νομιμότητας.

Να το πω εξ αρχής: Η προσφυγή στο Ανώτατο του Γενικού Εισαγγελέα, με αίτημα να απολυθεί ο Γενικός Ελεγκτής, δεν είναι καθόλου δικαιολογημένη στα μάτια κάθε «υγιώς σκεπτόμενου ανθρώπου», όπως υποστήριξε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, αλλά πράξη αντεκδίκησης. Ο κ. Αγγελίδης αναφέρεται προφανώς στη λεγόμενη «κοινή γνώμη», όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε το κοινωνικό σύνολο υποθέτοντας –εντελώς αυθαίρετα και συχνά λανθασμένα– ότι η κοινή συνισταμένη της σκέψης τους είναι ορθή και υγιής. Ορθή ή όχι, υπάρχει πάντα πρόχειρη η «επινόηση της προσβολής»: Πολλοί άνθρωποι, όταν κάποιος τους προσάπτει κάτι επιλήψιμο και δεν έχουν ικανοποιητικές απαντήσεις, υποστηρίζουν ότι θίχτηκαν και καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη ώστε να φιμώσουν τους «προσβλητικούς». Αυτό είναι κατανοητό ως ένα βαθμό όταν πρόκειται για απλούς πολίτες, είναι διαφορετικό όμως σ’ αυτή την περίπτωση, όταν ένας εκπρόσωπος κορυφαίου θεσμού αδυνατεί να πείσει και να δικαιολογήσει τις αποφάσεις του.

Το αντικείμενο της δουλειάς του Γενικού Ελεγκτή τον καθιστά αντιδημοφιλή και ενοχλητικό, ιδίως σε όσους δημόσιους λειτουργούς έχουν κάτι να κρύψουν. Τους ενοχλεί ιδιαιτέρως το ότι, μιας και δεν έχει τρόπο να επιβάλλει αυτά που διαπιστώνει ώστε να συμμορφωθούν, υιοθέτησε την τακτική της δημοσιοποίησης, εφόσον η ενημέρωση των πολιτών είναι ένας ισχυρός μοχλός πίεσης. Θα μου πείτε, ο Γ. Ελεγκτής και η υπηρεσία του είναι αλάνθαστοι; Κανείς δεν είναι, ωστόσο κάθε ελεγχόμενος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ευρήματα και να απαντήσει με επιχειρήματα – αυτό γίνεται συνεχώς, αν και συνήθως αυτά δεν είναι πολύ πειστικά, όπως διαπιστώνουν οι «υγιώς σκεπτόμενοι». Είναι και λογικό: Θα πρέπει ο ελέγχων να είναι εξαιρετικά βιτσιόζος ώστε να διαπιστώνει συνεχώς παρατυπίες και παρανομίες εκεί όπου δεν υπάρχουν.

Οι Γενικοί Εισαγγελείς μας όμως, καθώς φαίνεται, θεωρούν πως αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Γενικό Ελεγκτή, και μάλιστα το βίτσιο του έχει μυστηριωδώς επικεντρωθεί πάνω τους και τους αμφισβητεί συνεχώς «ανάρμοστα». Αλλά από πότε απαγορεύεται η αμφισβήτηση, δικαιολογημένη ή όχι; Εκείνοι θεωρούν ότι τους προσβάλλει, ενώ επιπλέον ωθεί τους πολίτες να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στον θεσμό που εκπροσωπούν, απαξιώνοντάς τον στα μάτια τους. Όμως άλλο πράγμα είναι οι θεσμοί και άλλο τα πρόσωπα, αυτά τους νομιμοποιούν είτε τους απαξιώνουν. Όταν π.χ. ο Γ. Ελεγκτής διαβίβασε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς ανώνυμη καταγγελία που αφορούσε τον κ. Αγγελίδη (αναστολή ποινικής δίωξης πρώην πελάτη του πρώην δικηγορικού του γραφείου), πώς υπερέβη τις εξουσίες του, πώς προσέβαλε τον Β.Γ.Ε., πώς ευτέλισε τον θεσμό; Και τι απεφάνθη η Αρχή; Ότι δεν μπορεί να κρίνει επειδή οι αποφάσεις των Γ. Εισαγγελέων είναι ανεξέλεγκτες σύμφωνα με το Σύνταγμα. Και εφόσον ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι δεν θυμόταν το όνομα του πρώην πελάτη του, η Αρχή επισημαίνει ότι χρειάζεται ένας μηχανισμός που να μη βασίζεται στο επισφαλές ανθρώπινο μνημονικό. Και εκείνος θεώρησε ότι… δικαιώθηκε!

Σύμφωνα με τους Εισαγγελείς, η συμπεριφορά του Γ. Ελεγκτή είναι «ανάρμοστη» επειδή τολμά να αμφισβητεί κατ’ εξακολούθηση τον «κατεξοχήν προασπιστή της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος», γι’ αυτό πρέπει να απολυθεί. Και να βρεθεί στη θέση του, υποθέτω, κάποιος που δεν θα αμφισβητεί, δεν θα ενοχλεί με παρατηρήσεις, θα τα βρίσκει όλα εξαίρετα – ιδίως τις πράξεις μυγιάγγιχτων εκπροσώπων θεσμών που θεωρούν ότι είναι εξ ορισμού αλάνθαστοι και ανεξέλεγκτοι, υπεράνω κριτικής και αμφισβήτησης, όπως ορίζει το προβληματικό Σύνταγμα της Ζυρίχης που μας κληροδότησαν οι αποικιοκράτες. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί το εξής: Το θέμα ανάμεσα στον Ελεγκτή και στους Εισαγγελείς είναι προσωπικό; Οι δεύτεροι θεωρούν ότι από την πλευρά τους δεν είναι, ότι προσφεύγουν ως εκπρόσωποι του θεσμού που υπηρετούν επειδή αυτός θίγεται, γι’ αυτό υποθέτω πως την αμοιβή των δικηγόρων τους θα την πληρώσει το κράτος, δηλαδή εμείς. Από την πλευρά του ο Ελεγκτής, παρόλο που κρίνεται για αποφάσεις και πράξεις όχι προσωπικές αλλά μιας ολόκληρης υπηρεσίας, έχει δηλώσει ότι θα πληρώσει ο ίδιος τους δικηγόρους του.

Να, λοιπόν, που η επινόηση της προσβολής κυριαρχεί και στον δημόσιο βίο. Φυσικά, οι Εισαγγελείς έχουν άδικο στο θέμα αυτό: Κρίνονται οι ίδιοι και οι αποφάσεις τους, αφού μόνο πρόσωπα μπορούν να θιγούν. Οι θεσμοί είναι απρόσωποι και δεν αποφασίζουν, άρα δεν θίγονται και δεν μπορούν να απαξιωθούν παρά μόνο από αυτούς που τους υπηρετούν. Επομένως, πρέπει να διαχωριστεί το προσωπικό από το θεσμικό, εφόσον αυτό είναι και το νόημα της όλης προσφυγής τους στο Ανώτατο: Την απόλυση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη ζητούν, όχι την κατάργηση του θεσμού του Γ. Ελεγκτή. Εκ των πραγμάτων, ωστόσο, φαίνεται πως αυτό επιδιώκουν: Έναν Ελεγκτή αυτοκαταργημένο, έναν θεσμό ελέγχου που να μην… ελέγχει.

[email protected]

Ελεύθερα, 04.05.2024