Σε μια βιωματική προσέγγιση της Ιστορίας, ο συγγραφέας-ερευνητής Χρυσόστομος Περικλέους ανέφερε στην ομιλία του στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου το Σάββατο 18 Μαϊου 2024, ότι την περίοδο των διακοινοτικών συγκρούσεων του 1963-64 εργαζόταν ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο Πραστειού, που ήταν τότε, μικτό χωριό μεταξύ του αμιγώς τουρκικού χωριού Αυδήμου προς τη θάλασσα και του αμιγώς ελληνικού χωριού Πάχνα, προς τα βουνά. Και πρόσθεσε:

«Στο μεγάλο καφενείο στην άκρη του χωριού ανάμεσα στους δυο μαχαλάδες, μαζευόμασταν Τούρκοι και Ρωμιοί, παίζαμε χαρτιά, οι άνθρωποι της γης τα προβλήματά τους και τ’ αλισβερίσια τους. Τις νύχτες όμως, κρατούσαμε σκοπιές στον δρόμο που χώριζε τις δυο γειτονιές, κι εμείς κι εκείνοι. Ένα βράδυ στο καφενείο, άνοιξη του ’64, περίοδο έξαρσης των συγκρούσεων, ήρθε, όπως κι άλλες φορές, ο γιος του καφετζή, πέντε χρονών, κάθισε στα γόνατά μου να του πω παραμύθι. «Απόψε Χριστάκη – του λέω – δεν έχει παραμύθι. Θα μου πεις εσύ τι θα γίνεις όταν θα μεγαλώσεις». Ήρθε πάραυτα η απάντηση. «Ακθιωματικόθ». «Αξιωματικός; Να κάνεις τι;». «Να θκοτώνω Τούχκουθ». «Να σκοτώνεις Τούρκους; Τον Ισμαήλη θα τον σκοτώσεις;» Και τον έδειξα, καθόταν απέναντι. «Όι». «Τον Αζέρη;» Και τον έδειξα πάλι. «Όι». «Τον Γιουσούφη;». «Όι λαλώ θου». Του έδειξα ένα ένα, τους Τούρκους που βρίσκονταν στον καφενέ. «Αφού είπα θου, όι τούτουθ, τούτοι εν καλοί».

«Ε ποιους θα σκοτώσεις τότε;». «Κείνουθ κει μακυά», κι έδειξε με το χέρι του ψηλά προς τα βουνά. Ο εχθρός, αφηρημένη έννοια, που την έπιανε από τις κουβέντες των μεγάλων. Οι άνθρωποι που έβλεπε καθημερινά, που του μιλούσαν στον καφενέ και τους μιλούσε, που ήταν φίλοι του πατέρα του και των άλλων χωριανών, δεν μπορούσαν να είναι εχθροί. Κι η περιλάλητη ειρηνική συμβίωση, ναι, υπήρχε στο επίπεδο της καθημερινότητας των ανθρώπων. Ωστόσο, στο πολιτικό επίπεδο όπου ζούσαμε οι πιο πολλοί, ήμασταν Έλληνες και Τούρκοι. Τις νύχτες που κρατούσαμε σκοπιές, έτοιμοι να σκοτώσουμε ή να σκοτωθούμε για το συλλογικό μας όραμα κι οι μεν και οι δε, φεύγαμε από το βιωματικό πεδίο της καθημερινής σχέσης, σε ένα άλλο φαντασιακό πεδίο, αυτό του έθνους. Βλέπαμε αλλιώς το παρελθόν. Κι είχαμε ασύμβατους στόχους για το μέλλον. Διπλές ταυτότητες…»