Στα φοιτητικά μου χρόνια στη μακρινή τότε Γαλλία, προτού οι αποστάσεις εκμηδενιστούν και τα ταξίδια καθώς και οι διακοπές στο εξωτερικό εκλαϊκευτούν, θεωρείτο πολυτέλεια οι φοιτητές να επιστρέψουν στο νησί για τις διακοπές του Πάσχα. Άντε να ερχόμασταν τα Χριστούγεννα και πάλι όσοι μπορούσαν, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε οικογένειας. Μια χρονιά η αδελφή μού ταχυδρόμησε ένα πακέτο με φλαούνες των γιαγιάδων και μπογιές για να βάψω αυγά.

Παρόλο που ο Πατήρ Στέφανος, ο επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μασσαλίας έκανε μια λαμπρή λειτουργία της Ανάστασης και με λευκές λαμπάδες λάβαμε το Άγιο Φως, ο αέρας δεν μύριζε Πάσχα, γιατί οι μυρωδιές δεν είναι οι ίδιες σε ξένο τόπο, ούτε και οι γεύσεις όπως οι φλαούνες ή το κόκκινο αυγό της Ανάστασης. Η Αγία Εβδομάδα και το Πάσχα είναι πάνω απ’ όλα ένα ξύπνημα των αισθήσεων που αδρανούν μες στο χειμώνα ή στην καθημερινότητα αλλά και συναισθημάτων που συχνά κοιμούνται μέσα μας και επανέρχονται με τις τελετουργίες της άνοιξης και της Αγίας Εβδομάδας. Όπως ο σπόρος ή ένας βολβός ξεπετάγονται κι αυτές από το χώμα, τα έγκατα της γης και της ψυχής μας για να βρουν τη θέση τους μέσα στο εαρινό φως και τις μυρωδιές της άνοιξης.

Τη δεκαετία του 80 δεν υπήρχαν ευτυχώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να βλέπουμε, όπως στις μέρες μας, τα εικονικά ζυμώματα και τα καμώματα των κυριών των τιμών που εισβάλλουν στο διαδίκτυο με φωτογραφίες και stories τους, όπως για παράδειγμα καθώς ζυμώνουν φλαούνες. Γιατί αν δεν δημοσιευτούν οι φωτογραφίες και αναρτηθούν σε κοινή θέα είναι σαν να μην τις έφτιαξαν καν. Τις βλέπεις με μαλλί σιδερωμένο ή μπουκλαριστό του κομμωτηρίου ή το τσεμπέρι της γιαγιάς, ντυμένες στη τρίχα με σινιέ ρούχα, νύχια βαμμένα, διαμαντένια ρολόγια και βραχιόλια να αγγίζουν με το ένα χέρι τη σκάφη.

Η κάμερα εστιάζει στην αψεγάδιαστη εικόνα τους, το μακιγιαρισμένο πρόσωπο, που δεν ίδρωσε καν μετά από τον κάματο τόσων ωρών, ενώ δεν φαίνονται από πίσω οι κρυφοί ήρωες, οι οικιακές βοηθοί, «οι ψυχοκόρες» ή οι γιαγιάδες που εργάστηκαν για την παρασκευή των φλαούνων, που αποβραδίς ετοίμασαν τον φουκό και άρχισαν το ζύμωμα πρωί-πρωί, προτού αυτές πάνε γυμναστήριο και κομμωτήριο. Οι παραδοσιακές φλαούνες των παλιών χρόνων ήρθαν στη μόδα, μπήκαν στα σαλόνια και στις υπερμοντέρνες κουζίνες, των ψωνισμένων κυριών οι οποίες εκτός από τα κάλλη και τα πλούτη τους θέλουν να μας δείξουν και τη νοικοκυροσύνη τους.

Η ανάγκη πολλών για αυτοπροβολή ξεπερνά τα όρια της υπερβολής, καταντώντας τραγελαφική. Αλλά έχοντας εξαντλήσει τις πόζες και τις αναρτήσεις τους στα ένδοξα Παρίσια, στα μπουζούκια και σε πολυτελή σκάφη, η μόνη πόζα που τους έλειπε ήταν αυτή πάνω από τη σκάφη. Και δεύτε λάβετε φως! Γελάει και το παρδαλό κατσίκι ή το αρνάκι που τάχα θα ψήσει ο σύζυγος ανήμερα του Πάσχα. Να μια ακόμη ανάρτηση με φωτογραφία της «ευτυχισμένης οικογένειας» γύρω από τον οβελία, τους άντρες με πούρα και ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, ενώ πιο απονήρευτοι αυτοί, φωτογραφίζουν και τον ψήστη που φαίνεται στο βάθος, τον οποίο μίσθωσαν για την ημέρα.

Ενθυμούμενη τις γιαγιάδες μας σκυφτές στη σκάφη, με τα μανίκια ανεβασμένα απάνω να ζυμώνουν, να σμίγουν, να πλάθουν τη ζύμη και έπειτα να ανοίγουν το φύλλο με τον πλάστη, έρχονται στο νου μου αρχέγονες εικόνες από αγγεία και τοιχογραφίες σε μουσεία, οι οποίες αναπαριστούν σκηνές της καθημερινής ζωής. Ο άνθρωπος καμωμένος κι αυτός από πηλό, όργωνε τη γη, τη ζύμωνε με το νερό, φτιάχνοντας τα απαραίτητα σκεύη για τις καθημερινές του ανάγκες. Πέρα από την ανάγκη της επιβίωσης, προστίθετο κι αυτή της ομορφιάς που τον ωθούσε να τα ζωγραφίσει και να τα πλουμίσει. Και εγένετο τέχνη! Μαζί κι η ανάγκη του για προστασία από μια ανώτερη δύναμη στην οποία προσέτρεχε στις δύσκολες στιγμές δίνοντάς του ελπίδα και κουράγιο. Εξ ου και τα τάματα αλλά και τα αναθήματα.

Εγώ που δεν είμαι τόσο άξια νοικοτζυρά όπως οι ινσταγκραμάτες κυρίες δεν ζύμωσα αλλά απόλαυσα τις φλαούνες που μου προσφέρθηκαν ζεστές-ζεστές από τη Μυροφόρα και τις κόρες της με μπόλικο κανναούρι φτιαγμένες με τυρί που έφτιαξε η ίδια από το κοπάδι της και αυγά από τις κότες της. Χάρηκα το ίδιο τις φλαούνες της φίλης της Μαρίας από τη Λύση, με μαστίχα και αναρή αλλά και της Ειρήνης και της κυρίας Πέπας, βαρωσιώτικες, γλυκές με μπόλικες σταφίδες. Όλες φτιαγμένες με μέχλεπι, μεράκι και καμιά αξίωση για διαδικτυακά συγχαρητήρια και φωτογραφίες την ώρα που τις ζύμωναν σταυρώνοντάς τες. Αυτοί είναι οι άνθρωποι της Κύπρου που αγαπώ οι οποίοι παραμένουν αυθεντικοί και δεν διαβρώνονται από την τεχνολογία, τα πλούτη ή την εξουσία.

[email protected]