Στην πολιτική υπάρχει μονίμως ένα δίλημμα, επιλογή του εφικτού ή διεκδίκηση του ανέφικτου. Τα δύο μπορεί να συνυπάρξουν φτάνει να μπουν στη σωστή σειρά και αναλόγως θα υπάρξει και η σχετική δραστηριότητα. Την ίδια ώρα, είναι μέγα πολιτικό σφάλμα να αναζητείται εκδίκηση γιατί δεν υλοποιείται το ανέφικτο.
Η Κύπρος έχει μια πλούσια προϊστορία σε διεκδικήσεις και ανέφικτου αντί επιλογής του εφικτού. Μόνο την πορεία του Κυπριακού να κοιτάξει κάποιος θα μπορεί να συγκεντρώσει τόμους παραδειγμάτων όπου το ανέφικτο έμπαινε ο στόχος ενώ μέσω του εφικτού θα μπορούσε να υπάρξει ένα θετικότερο αποτέλεσμα. Ακόμα και οι στόχοι λύσης του Κυπριακού έβαζαν και βάζουν στόχους ανέφικτους – την ώρα που ενδόμυχα όλοι στην ελληνοκυπριακή πλευρά γνώριζαν πως δεν μπορεί να επιτευχθούν.
Εκεί και όπου οι στόχοι ήταν ρεαλιστικοί υπήρξε υλοποίησή τους. Ένα τέτοιοι παράδειγμα θα μπορούσε να είναι και η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ένταξη πέτυχε γιατί η κάθε κίνηση που γινόταν πατούσε πάνω στη γη και δεν ήταν σύμφωνα με το πως κάποιοι πίστευαν πως είναι τα πράγματα.
Ανάλογη κατάσταση πραγμάτων έρχεται να βιώσει και σήμερα η Κύπρος εξ αφορμής μιας συζήτησης που ξεκίνησε γύρω από το θέμα του ΝΑΤΟ. Μια συζήτηση η οποία κινείται πάνω στο ανέφικτο και όχι το εφικτό, το ρεαλιστικό. Μια συζήτηση η οποία περιέπλεξε τη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και στον στρατιωτικό τομέα, με το θέμα του ΝΑΤΟ.
Η διασύνδεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η εμβάθυνση της συνεργασίας, οι συναντήσεις κ.λπ. αποτελούν κινήσεις οι οποίες αποδίδουν θετικά και έχουν αποτέλεσμα. Αντίθετα η συζήτηση με το ΝΑΤΟ ξεσηκώνει μια αχρείαστη και εν πολλοίς ανούσια συζήτηση η οποία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο κεφάλαιο διμερείς σχέσεις Κυπριακής Δημοκρατίας και Ηνωμένων Πολιτειών.
Εκείνο, λοιπόν, που η Κύπρος έχει να κοιτάξει με ρεαλισμό είναι το πως ενισχύει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδιαίτερα σ’ αυτή τη φάση όπου επίκειται αλλαγή διακυβέρνησης στις ΗΠΑ. Η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο είναι στοιχείο που η Λευκωσία πρέπει να λάβει υπόψη της ζυγίζοντας τα πράγματα.
Σύντομα η διεθνής κοινότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η Κύπρος θα έχουν ενώπιόν τους έναν Αμερικανό ηγέτη οποίος βλέπει τον υπόλοιπο κόσμο σύμφωνα με την δική του θεώρηση και όχι στη βάση του ποια ήταν η διαχρονική συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ήδη συζητείται εντός και εκτός ΗΠΑ το ποια θα είναι η κατάσταση πραγμάτων επί Τραμπ 2.0.
Θα πρέπει εδώ να προσέξουμε κάποιες από τις επισημάνσεις που γίνονται σε πρόσφατο άρθρο του Editorial Board της Washington Post για το πως ο κόσμος θα πρέπει να προετοιμαστεί για τη δεύτερη θητεία Τραμπ: «Η εμπειρία της πρώτης θητείας του κ. Τραμπ έχει ήδη ωθήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες στο να συζητήσουν περισσότερο για την ανάγκη πρόσθετων επενδύσεων στη δική τους συλλογική ασφάλεια. Τώρα που ο νεοαπομονωτισμός του κ. Τραμπ φαίνεται να αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της αμερικανικής πολιτικής και όχι προσωρινή παρεκτροπή, οι Ευρωπαίοι θα ήταν φρόνιμο να αρχίσουν να σκέφτονται μια συμμαχία ασφαλείας λιγότερο εξαρτημένη από την Αμερική στον πυρήνα της. Πολλοί ηγέτες στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ είχαν ήδη συζητήσει τρόπους για να επιτύχουν «στρατηγική αυτονομία» – δηλαδή να σταματήσουν να εξαρτώνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά τους».
Πέραν όμως από το τι προτίθεται να κάνει ο Τραμπ με το ΝΑΤΟ είναι καλό να κοιτάξει κάποιος και ποιος είναι ο πραγματικός προσανατολισμός της βορειοατλαντικής συμμαχίας. Δημιουργήθηκε και υφίσταται ακόμα και σήμερα ως ένας οργανισμός ασφάλειας με γνώμονά του να προστατέψει την Ευρώπη από τον σοβιετικό κίνδυνο. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας το ΝΑΤΟ συνέχισε να υφίσταται τοποθετώντας στη θέση της ΕΣΣΔ τη Ρωσία. Ήταν ο κίνδυνος μιας πιθανής ρωσικής επίθεσης που έφερε Φινλανδία και Σουηδία εντός του ΝΑΤΟ.
Η Μέση Ανατολή και η Βόρειος Αφρική, άλλες περιοχές με τις οποίες τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ συνορεύουν και αντιμετωπίζουν κινδύνους επιθέσεων, δεν θεωρούνται ως χώροι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τη συμμαχία. Και εάν κάποιες στιγμές κάνει κάποιες κινήσεις προς τις εν λόγω περιοχές, αυτές είναι περιστασιακές κινήσεις και όχι σύμφωνα με το τι προβλέπει το δόγμα του.
Μιλώντας για την περίπτωση της Κύπρου εκείνο που έχει μεγαλύτερη βαρύτητα θα και πρέπει να επιδιώξει ως ρεαλιστικό στόχο είναι διασύνδεσή της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με πρώτο ζητούμενο να πειστεί ο Τραμπ ότι η συνεργασία και συμμαχία με την Κύπρο θα έχει κέρδος για την Ουάσιγκτον. Αντίθετα στοχεύοντας προς το ΝΑΤΟ και σε πολύ βάθος χρόνου μάλλον θα πρέπει να θεωρείται χάσιμο χρόνου και φαιάς ουσίας. Γιατί μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες κ.λπ., κ.λπ. το ίδιο το ΝΑΤΟ όπως το γνωρίζαμε από τα μέσα του περασμένου αιώνα, μπορεί να μην υφίσταται ως οργανισμός και ως συμμαχία.