Το έχω πει πολλές φορές, το επαναλαμβάνω και τώρα: Το «αξίωμα» ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», δεν με βρίσκει σύμφωνο.

Ήμουν προχθές στο μανάβικο της γειτονιάς μου. Ο ιδιότροπος μεσήλικας ζουπούσε, δηλαδή πίεζε με τα δάχτυλά του όλες τις ντομάτες. Φαντάζομαι ότι έψαχνε πιο «γινωμένες», και αντί να ρωτήσει τους ανθρώπους εκεί επέμενε να ασκεί βία!

Κι αφού λοιπόν, παρά τις προσπάθειες, δεν κατάφερε να κάνει τις καημένες τις ντομάτες σχεδόν πελτέ, άρχισε να φωνάζει απρεπώς στους ανθρώπους του μανάβικου. Που πραγματικά θαύμασα την ψυχραιμία τους.

Ένας από αυτούς του είπε «θα σας φυλάξουμε 3 κιλά κύριε τάδε, και ελάτε σε τρείς μέρες να τις πάρετε χωρίς χρέωση».

Ο δύστροπος, που είμαι σίγουρος ότι όλα του φταίνε, όχι μόνο οι υπέροχες ντομάτες Κρήτης: στην οικογένειά του, στη δουλειά, στο καφενείο όπου συζητούν από πολιτικά μέχρι και χρηματιστηριακά!

Ξεκίνησα έτσι, γιατί στο διήμερο που ήμουν στην Κύπρο, διάβασα και παρακολούθησα από τηλεοράσεις και sites όσα άντεξα για τις φοβερές φωτιές που σάρωσαν την επαρχία Λεμεσού.

Ο καλύτερός μου φίλος, από τα άγουρα και όμορφα εφηβικά μας χρόνια, ο Κλάκης μου, όπως τον λέμε οι «κολλητοί», έχασε το σπίτι του του στο Σούνι. Κάηκε ολόκληρο σε χρόνο dt.

Ελάχιστα πράγματα πρόλαβε να πάρει μαζί του, λίγους πίνακες που λάτρευε και αυτός και η σύντροφός του, και έφυγε αφήνοντας πίσω … τίποτα.

Συντετριμμένος. Και αξιοπρεπής.

Θα μπορούσε να πει πολλά για τις κρατικές ευθύνες. Ίσως το κάνει, δεν ξέρω. Είναι σαφές άλλωστε ότι ο μηχανισμός της πυρόσβεσης δεν λειτούργησε  όπως έπρεπε.

Άσε που ειπώθηκαν πράγματα πρωτοφανή, όπως της Υπουργού Γεωργίας το αμίμητο «για να σταματήσουν οι πυρκαγιές πρέπει να καούν τα πάντα».

Ίσως κάτι άλλο θα ήθελε να πει, αλλά μάλλον δεν το … είχε.

Επίσης, δεν έχω διασταυρώσει την πληροφορία ότι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν οι τουρκοκυπριακές πυροσβεστικές υπηρεσίες, αλλά αρνηθήκαμε. Αν όντως έγινε αυτό, γιατί; Ποια δικαιολογία θα είχαμε; Ότι τα μας έστελναν ψευδοπυροσβεστικά μέσα, και ψευδοπυροσβέστες;

Τέλος (για τις πυρκαγιές) απ’ όσα έγραψα στην στήλη μου της 25ης Ιουνίου με τίτλο «Όταν υποτιμούμε την κλιματική κρίση, να μην γίνει Μάτι η Επαρχία Λεμεσού», και συγκεκριμένα για την ευρωπαίκή υπηρεσία rescEU, πολλοί δεν την ήξεραν καλά, ούτε και ότι η Κύπρος δεν «γράφτηκε» ποτέ σε αυτήν για να απολαμβάνει υποστήριξη, βοήθεια, και συνεχή ενημέρωση από τα κράτη-μέλη που υπάγονται σε αυτήν.

Σε άλλα … νέα, έτσι για να ξεφύγουμε λίγο από τα δύσκολα, θα προτείνω στους φίλους και φίλες που διαβάζουν τη στηλη, και συχνά μου ζητούν να μοιράζομαι μαζί τους μερικά όμορφα, και όχι πολύ γνωστά κλασσικά ακούσματα. Ιδού λοιπόν:

Κάθε πρωί, όταν ανοίγω το laptop μου στην ΕΡΤ για να βάλω τις τελευταίες μου πινελιές στην εκπομπή μου «Καθρέφτης», ακούω από το Spotify, την ίδια μουσική, σαν ιεροτελεστία θαρρείς.

Είναι η Άρια «τραγούδια που μου έμαθε η Μητέρα μου (Songs My Mother Taught Me) του Αντονίν Ντβόρζακ, με την σπουδαία σοπράνο Ernestina Jost, με την συνοδεία της Gimnazija Kranj Συμφωνικής Ορχήστρας.

Βάλτε το στη διαπασών. Και, σας ορκίζομαι, θα φύγουν όλες οι στάχτες!

Καλή Εβδομάδα…