Ένα κοριτσάκι αιωρείται στην κούνια της παιδικής χαράς με τα πολύχρωμα παιχνίδια και τα κατάξανθα παιδάκια τριγύρω. Καθώς ανεβοκατεβαίνει δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του που μετατρέπονται σε κλάμα γοερό. Τρέχει στην αγκαλιά της μητέρας της, το μόνο πρόσωπο σ’ αυτό το καταπράσινο πάρκο της μεγαλούπολης που μιλά τη γλώσσα της, τη νιώθει και την καταλαβαίνει.

Θυμάται την κούνια στην αυλή του σπιτιού τους, κάτω από τη συκαμινιά, τότε που ένιωθε πλήρης και ευτυχισμένη, κρατώντας την κούκλα της και τραγουδώντας «σούσα-μπέλλα, όμορφη κοπέλα», ενώ ο πατέρας της την έσπρωχνε και αυτή του φώναζε «παπά πιο ψηλά, ως τον ουρανό!».

Ο ουρανός είχε γεμίσει με βομβαρδιστικά τουρκικά αεροπλάνα, έπρεπε να περάσουν τη νύχτα στο υπόγειο καταφύγιο που μύριζε χώμα και ιδρώτα. Μανάδες, γιαγιάδες και παιδιά, έκλαιγαν και έτρεμαν κάθε που άκουγαν μια βόμβα να εκρήγνυται στο έδαφος. Το καλοκαίρι εκείνο οι μέρες δεν μύριζαν θάλασσα ούτε αλμύρα. Από την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή οι μητέρες και οι γιαγιάδες έμεναν κλεισμένες, σιωπηλές και λυπημένες στο σπίτι, δίπλα από το ραδιόφωνο, ακούγοντας με αγωνία ειδήσεις και χύνοντας δάκρυ αλμυρό.

Μόνο κλασσική μουσική ακουγόταν από το μοναδικό κρατικό κανάλι, ένδειξη εθνικού πένθους. Ταυτόχρονα ακούγονταν τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη για να εμψυχώνουν το ηθικό του κόσμου «είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…». Κάθε Δεκαπενταύγουστο περνούσαν τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου στο σπίτι της γιαγιάς στο Ριζοκάρπασο, αλλά φέτος βρίσκονταν στο σκοτεινό υπόγειο, προτού αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα Βαρώσια και να φύγουν πρόσφυγες σε ξένες πόλεις.

Εδώ στην Αμερική από το ραδιόφωνο ακούγονταν ξένες μουσικές, Bee Gees, Simon and Garfunkel και ο Jim Morrison να τραγουδά “People are strange when you’ re a stranger”. Οι άνθρωποι της φαίνονταν παράξενοι αφού ήταν ξένη στη χώρα αυτή όπου εγκαταστάθηκαν το φθινόπωρο με τη μητέρα και τον αδελφό της στο σπίτι της θείας Φοίβης. Η σχεδόν συνομήλικη ξαδέλφη της Μαρία μιλούσε κυρίως αγγλικά, όπως και τα άλλα παιδιά, οι δάσκαλοι και όλοι τριγύρω της. Πουθενά ένα γνώριμο πρόσωπο στο σχολείο ή στους δρόμους της μεγαλούπολης, όπως στο Βαρώσι, όπου γνώριζε τους γείτονες, τον μπακάλη τον ζαχαροπλάστη.  Στο σπίτι της θείας υπήρχε έγχρωμη τηλεόραση στην οποία άλλαζες κανάλι με το πάτημα ενός τηλεχειριστηρίου. Εξέπεμπε όλη μέρα και όλη νύχτα ενώ υπήρχε αμέτρητη επιλογή καναλιών. Το γρασίδι της αυλής παρέμενε πράσινο ολόχρονα, όπως και στα πάρκα, ενώ στο νησί μόνο τον χειμώνα με το που έπιαναν οι πρώτες βροχές πρασίνιζαν τα λιβάδια και τα άδεια χωράφια της πόλης.

Το καλοκαίρι στην Αμερική δεν μύριζε καλοκαίρι. Ούτε γιασεμιά, ούτε αγιόκλημα στους φράκτες που χώριζαν τα σπίτια. Τα σύκα δεν τα έκοβαν κατευθείαν από τη συκιά της αυλής αλλά τα αγόραζαν συσκευασμένα στην υπεραγορά. Τα βράδια δεν μπορούσαν να κοιμηθούν με τα παράθυρα ανοιχτά και τα παιδιά δεν κυκλοφορούσαν μόνα ή ασυνόδευτα.

Όταν έκλεισαν τα σχολεία πήγαν να παραθερίσουν στο εξοχικό των θείων στα Hamptons, στον απέραντο ωκεανό, με τα ψηλά κύματα και τα παγωμένα του νερά. Έκλαιγε γιατί ήθελε να πάει πίσω στην θάλασσα της Αμμοχώστου με τα ρηχά και ζεστά, γαλαζοπράσινα νερά, όπου μούλιαζε με τις ώρες παίζοντας με τις φίλες της ή κτίζοντας πύργους στην άμμο με τον παπά της.

Η Νέα Υόρκη με τους ψηλούς ουρανοξύστες της, φωτισμένους ολονυχτίς ήταν συναρπαστική, μα η Μάρθα νοσταλγούσε τα χαμηλά σπίτια της πόλης της που στο καθένα από αυτά την περίμεναν οι φίλες της. Της έλειπε και το δημοτικό σχολείο με την αυλή όλο χώματα και την καντίνα στην οποία πουλούσαν παστέλι, τασιηνόπιττες και μεταξοσκώληκες.

Εδώ στην «πόλη που ποτέ δεν κοιμάται», πέρασε τα πρώτα της Λευκά Χριστούγεννα. Στόλισαν ένα φουντωτό έλατο, ενώ πήγαν και στην φωταγώγηση του γιγάντιου δέντρου με τις χιλιάδες λαμπιόνια στο Rockefeller Center, κάνοντας πατίνια στον πάγο. Τίποτα όμως δεν έφτανε τη μαγεία εκείνης της ημέρας που με τον πατέρα πήγαν στο πευκόδασος, δίπλα στην αρχαία Σαλαμίνα, παίζοντας ανάμεσα στις κολώνες, ενώ επέστρεψαν σπίτι με ένα κλαδί πεύκου που στόλισαν με λαμπιόνια στο σαλόνι.

Την επόμενη χρονιά επέστρεψαν πίσω στο νησί, ξανασμίγοντας με τον πατέρα που είχε νοικιάσει προσωρινά ένα σπίτι σε μια άγνωστη πόλη, τη Λεμεσό. Ξαναπήγε στη Νέα Υόρκη αργότερα, για σπουδές με τον αρραβωνιαστικό της, εργάστηκαν προτού εγκατασταθούν μόνιμα στο νησί, όχι όμως στην πόλη της, τα Βαρώσια που μισό αιώνα από τότε, κρατούνται ακόμη φυλακισμένα και ερειπωμένα από τους τούρκους εισβολείς. Στην πόλη όπου άφησε την αγαπημένη της κούκλα και την καρδιά της. Στο σπίτι και στην αυλή όπου ένα κοριτσάκι δέκα χρόνων με φουστάνι θαλασσί έκανε κούνια το καλοκαίρι του 1974 τραγουδώντας «Σούσα-μπέλλα, όμορφη κοπέλα, τυλιμένη μεσ’ τα ττέλια».