Το 1974 ήταν δέκα χρόνων. Έζησε για δύο χρόνια σε ένα αντίσκηνο 2Χ2. Στον ίδιο χώρο κοιμούνταν, μαγείρευαν, διάβαζαν, ζούσαν την καθημερινότητά τους τέσσερα άτομα. Γονείς και παιδιά. Όταν έβρεχε, το αντίσκηνο γέμιζε νερό. Και το καλοκαίρι καιγόταν από τον ήλιο. Κι ύστερα μετακόμισαν σε συνοικισμούς. Αναβαθμισμένα πράγματα. Όλοι οι πρόσφυγες μαζί, σε γκέτο. Τουλάχιστον είχαν κοινά σημεία.
Κι η αλάνα, όπου είχαν στηθεί τα αντίσκηνα, κόπηκε οικόπεδα. Αρχές της δεκαετίας του ’80. Πωλούνταν δεκάδες χιλιάδες λίρες το ένα. Μια αλάνα, που πιο παλιά μπορεί να ήταν και βάλτος, απέκτησε ανέλπιστη αξία. Όλα αναβαθμίστηκαν.
Οι πρόσφυγες στους συνοικισμούς, η αξία της γης στις ελεύθερες περιοχές. Κανένα παράπονο όμως. Έτσι τα έφερε η μοίρα. Έτσι κι αλλιώς είχε γίνει πολύ βαρετό και πολύ μονότονο να παραπονούνται διαρκώς και να σκέφτονται τι είχανε, τι χάσανε. Δεν έβγαζε πουθενά ούτε να το σκέφτεσαι, ούτε να το λες, αλλά ούτε και να καταφεύγεις σε συγκρίσεις. Δεν έφταιγαν οι άνθρωποι που δεν έγιναν πρόσφυγες. Κι αυτοί, από τη δική τους πλευρά –ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση–, υπήρχαν φορές που ζήλευαν τους πρόσφυγες για τα επιδόματα στέγασης των οποίων τύγχαναν.
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποιοι πρόσφυγες τα κατάφεραν, κάποιοι όχι. Πολλοί πέθαναν προσμένοντας την επιστροφή. Για αυτούς σαν να ήταν χθες που έγινε η εισβολή και βρέθηκαν χωρίς σπίτι, χωρίς τίποτα. Το χθες όμως ήταν 43 και βάλε χρόνια πια. Κοντεύει μισός αιώνας.
Οι άνθρωποι έζησαν άπειρες δυσκολίες. Χωρίς ουσιαστική βοήθεια. Νιώθοντας πολλές φορές ζητιάνοι. Ταπεινωμένοι στην ουρά αρχικά για λίγο φαγητό, κι ύστερα υπό το βλέμμα του δημόσιου υπαλλήλου να τους αντιμετωπίζει είτε σαν επαίτες, είτε σαν απατεώνες που θέλουν να ξεγελάσουν το κράτος. Και σήμερα, που ίσως οι ανάγκες να μην είναι επείγουσες, τα δύσκολα χρόνια πέρασαν, ήρθαν παιδιά και εγγόνια, τα οποία δεν έχουν ιδέα τι έζησαν οι γονείς τους –κανένα τεκμήριο δεν υπάρχει στην καθημερινότητά τους που να το αποκαλύπτει–, η Κυβέρνηση λέει θα αποζημιώσει τους πρόσφυγες για την περιουσία που έχασαν με μία ετήσια, ίσως, καταβολή.
Ίσως. Δεν έχει καταλήξει ακόμα. Ούτε αν υπάρχουν χρήματα είναι βέβαιο. Αλλά το πετάει, έτσι ελαφρά τη καρδία, στην προεκλογική αρένα ένας συμπαθής υπουργός που δεν είχε γεννηθεί το 1974. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί το προσφυγάκι εκείνο που ζούσε στο τσαντίρι, ενήλικας πια, νιώθει πως το δουλεύουνε χοντρά για λίγες ακόμα ψήφους.