Αφού πλέον η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα αποτελεί παρελθόν, παρέχεται η ευχέρεια μίας πρώτης τοποθέτησης για το αποτέλεσμά της. Θα χωρίσω τα θέματα σε δύο: 
● Πρώτον σε αυτά που αναφύηκαν κατά τις δημόσιες δηλώσεις από Παυλόπουλο – Ερντογάν και Τσίπρα – Ερντογάν και,
● Δεύτερον, σε όσα διαμείφθηκαν στην κατ’ ιδία συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν.  
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα προτού γίνουν γνωστά στοιχεία των όσων συζήτησαν οι ηγέτες των δύο χωρών. Και αυτό αφορά ιδιαίτερα το Κυπριακό που ήταν ένα από τα θέματα που φαίνεται να συζητήθηκαν. Γι’ αυτό και πρέπει τα κόμματα στην Κύπρο να σταματήσουν τα άσκοπα σχόλια και να περιμένουν να ενημερωθούν επίσημα για τα διαμειφθέντα. Εννοείται πως θα ήταν αφέλεια να πιστεύει κάποιος ότι Τσίπρας και Ερντογάν θα συζητούσαν και θα έλυαν το κυπριακό πρόβλημα ή θα πετύχαιναν σοβαρή πρόοδο. Το μέγιστο που πρέπει να αναμένει κανένας είναι μία δέσμευση για επανάληψη των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού και μια υπόσχεση για μια κάποια υποχώρηση της Άγκυρας στο θέμα των εγγυήσεων και της παρουσίας στρατευμάτων μετά τη λύση για να ανοίξει ο δρόμος για νέο διάλογο. Είναι τουλάχιστον αφελές να αναμένεται ότι ο κ. Ερντογάν θα μετέβαινε στην Αθήνα έχοντας στις αποσκευές του θετικές απαντήσεις στα θέματα που θέτουν η ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά για το Κυπριακό στα θέματα των εγγυήσεων και των στρατευμάτων. Αυτά θα λυθούν –εάν λυθούν– στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Επανέρχομαι τώρα στο πρώτο θέμα, αυτό των δημόσιων δηλώσεων. Αυτό που κυριάρχησε ήταν το θέμα της «αναθεώρησης», «επικαιροποίησης» ή απλώς «ερμηνείας» της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως ήταν η θέση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου. Η δημόσια αντιπαράθεση Παυλόπουλου – Ερντογάν για το θέμα, όσο κι αν ικανοποιεί το δημόσιο αίσθημα, δυστυχώς, ήταν ένας λανθασμένος πολιτικός χειρισμός. Ο οποίος, τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου, έφερε το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Προήγαγε ένα θέμα που η Ελλάδα απλώς θα έπρεπε να κλείνει με δύο λέξεις, λέγοντας πως «δεν υπάρχει», σε μείζον στην επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και σε θέμα συζήτησης μεταξύ των Προέδρων των δύο χωρών. Ευτυχώς που το θέμα στη συνέχεια έπεσε πιο χαμηλά, αφού ακόμα και ο κ. Ερντογάν άλλαξε ύφος, λεξιλόγιο και τόνους. Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του σχετικά με το θέμα του αρχιμουφτή στη Θράκη, που απαντώντας σε προηγούμενη δήλωση του κ. Τσίπρα ότι οι «Έλληνες μουσουλμάνοι πολίτες» είναι εσωτερικό θέμα της Ελλάδας, ο Τούρκος πρόεδρος είπε ότι, «δεν διαφωνούμε ότι είναι εσωτερικό ζήτημα της Ελλάδας, αλλά εάν μας δίνεται η άδεια μπορούμε να διατυπώσουμε την παράκλησή μας» για επίλυση του ζητήματος. Επίσης προσεκτικός ήταν ο κ. Ερντογάν και στις δηλώσεις του για το Κυπριακό. Μάλιστα απέφυγε να επαναλάβει τις γνωστές θέσεις της Τουρκίας με τις οποίες δικαιολογεί την εισβολή του 1974, όταν ο κ. Τσίπρας επισήμανε στον Τούρκο πρόεδρο ότι «δεν πρέπει όμως κύριε πρόεδρε να ξεχνάμε ότι αυτό το θέμα υπάρχει ανοιχτό γιατί πριν 43 χρόνια υπήρξε μια παράνομη εισβολή και κατοχή ενός τμήματος της Κύπρου». Αρκέστηκε να επαναλάβει ότι εάν γινόταν αποδεχτό το σχέδιο Ανάν το πρόβλημα θα είχε λυθεί και ότι η Τουρκία μπορεί να εργαστεί με την Ελλάδα από κοινού για την επίλυση του ζητήματος.
Εν πάση περιπτώσει δημόσια λέχθηκαν πολλά με την κάθε πλευρά να υπερασπίζεται τις θέσεις της, αν και σε πιο χαμηλούς τόνους από τους αρχικούς. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι να διαφανεί το τελικό αποτέλεσμα της επίσκεψης Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα ύστερα από 64 χρόνια. Κι αυτό έχει να κάνει με την προετοιμασία που προηγήθηκε και τους στόχους που τέθηκαν. Μια ενίσχυση των σχέσεων των δύο χωρών θα είναι προς όφελος όλων, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Ελπίζω τα όσα διαδραματίστηκαν δημόσια να μην επηρέασαν τα όσα συζητήθηκαν στις κατ’ ιδία συναντήσεις των ηγεσιών των δύο χωρών.

Η Συνθήκη
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη). Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922. Συγκεκριμένα τη Συμφωνία υπέγραψαν εκπρόσωποι των πιο κάτω τότε κρατών, όπως αυτά αναφέρονται στην ίδια τη Συμφωνία: «Η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάς, η Ρουμανία, το Σερβο-Κροατο-Σλοβενικό Κράτος αφενός και η Τουρκία αφετέρου».  

Το ιστορικό 
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια, Wikipedia, η Συνθήκη της Λωζάνης «κατήργησε τη Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από τη Μικρά Ασία του ελληνικού στρατού από τον τουρκικό υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από εφτάμισι μήνες διαβουλεύσεων».