
Οι εξουσίες που εναποθέτει ο Νόμος και το Σύνταγμα στο Εφετείο δεν του παρέχουν δικαιοδοσία να αναθεωρεί αποφάσεις ή διατάγματά του, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου ασκώντας τη σύμφυτη εξουσία του μπορεί να ακυρώσει απόφαση που εκδόθηκε ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία και το αμερόληπτο των δικαστηρίων όπως και η διασφάλιση της βεβαιότητας των αποφάσεών τους, ιδιαίτερα του Εφετείου, χαρακτηρίζουν τη λειτουργία τους. Η Δ.25 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε δικαστήριο, περιλαμβανομένου του Εφετείου, να προβαίνει σε διόρθωση απόφασης, η οποία όμως αφορά διόρθωση γραμματικού λάθους. Η προσφυγή στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, που προβλέπει την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος και ότι το Δικαστήριο μπορεί, σε οποιονδήποτε χρόνο και μετά από απόδειξη εύλογης αιτίας, να ακυρώσει ή τροποποιήσει διάταγμα, υπό προϋποθέσεις μπορεί να προσδώσει και στο Εφετείο τέτοια δυνατότητα, εάν και εφόσον το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης το επιβάλλει. Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας πρέπει να προκύπτει από την ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικής λειτουργίας του Δικαστηρίου, με καταφυγή στην άσκηση της σύμφυτης εξουσίας του.
Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων εξέδωσε διάταγμα έξωσης θέσμιου ενοικιαστή από ακίνητο και ανάκτησης της κατοχής του, με σκοπό την κατεδάφιση και ανοικοδόμηση νέου κτιρίου. Το Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα ανέστειλε την εκτέλεσή του από μήνα σε μήνα για περίοδο 7 μηνών, υπό τον όρο ότι ο ενοικιαστής θα κατέβαλλε στον ιδιοκτήτη την 1η ημέρα κάθε μήνα με 7 ημέρες χάρη συγκεκριμένο ποσό ως ενδιάμεσο όφελος. Ο ενοικιαστής εφεσίβαλε την απόφαση και αποτάθηκε στο δικαστήριο ζητώντας διάταγμα αναστολής του διατάγματος έξωσης μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση. Το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε το αίτημά του και απέρριψε την αίτηση.
Ο ενοικιαστής επικαλούμενος τις διατάξεις της Δ.35 θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας υπέβαλε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο και ζήτησε αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος ανάκτησης της κατοχής του ακινήτου μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση. Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία εξέδωσε το διάταγμα και διέταξε την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος έξωσης μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση, νοουμένου ότι ο ενοικιαστής θα συνέχιζε να καταβάλλει στον ιδιοκτήτη την 1η ημέρα κάθε μήνα με 7 ημέρες χάρη το ποσό που καθόρισε το πρωτόδικο δικαστήριο ως ενδιάμεσο όφελος.
Ο ιδιοκτήτης στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της έφεσης ζητώντας αναθεώρηση του διατάγματος αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος έξωσης και ακύρωσή του. Επικαλείτο ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο σε τραπεζικό ίδρυμα και ότι εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ανέλαβε το ενυπόθηκο δάνειο ως μη εξυπηρετούμενο και προχώρησε σε διαδικασία εκποίησής του, αποστέλλοντας τις σχετικές ειδοποιήσεις με βάση τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτου Νόμο 9/1965. Το ακίνητο τέθηκε σε πώληση μέσω δημόσιου πλειστηριασμού, αλλά δεν εκποιήθηκε γιατί δεν υπήρξε ενδιαφερόμενος αγοραστής. Ο ιδιοκτήτης στην αίτησή του διατείνετο ότι εάν του επιτραπεί η κατοχή του ακινήτου και η αξιοποίησή του, τότε θα σταματήσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκποίησης του ακινήτου, ενώ η περαιτέρω καθυστέρηση στην αξιοποίησή του θα έχει καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτόν.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφερόμενο στα ανωτέρω γεγονότα εξέτασε την αίτηση και την απέρριψε, κρίνοντας ότι στερείται οποιουδήποτε νομοθετικού, δικαιοδοτικού και συνταγματικού ερείσματος. Στην ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε η Δικαστής κα Δώρα Σωκράτους στην Π.Ε.105/20, ημερ.26.10.2022, παρέπεμψε σε αυθεντίες που διακηρύσσουν την τελεσιδικία των αποφάσεων του Εφετείου. Στην Π.Ε.260/11, ημερ.21.12.2018 τονίστηκε ότι η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εφαρμόζεται εκεί και όπου διαφανεί ότι μια απόφαση, έστω σε επίπεδο Εφετείου, είναι άκυρη λόγω παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, όπως η διεξαγωγή δίκης στην απουσία ειδοποίησης διαδίκου περί της διαδικασίας. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δυνατό το επανάνοιγμα της υπόθεσης και η αποκατάσταση της δικαιοσύνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 32 του Ν.14/1960 που αφορά τροποποίηση εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων και υπό προϋποθέσεις παρέχει τέτοια δυνατότητα, όμως δεν εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση. Τόνισε ότι κάθε Δικαστήριο περιλαμβανομένου και του Εφετείου, έχει τη δυνατότητα να διορθώσει απόφασή του εφόσον η διόρθωση αφορά σε γραμματικό λάθος σύμφωνα με τη Δ.25 θ.6. Κατέληξε ότι εκείνο που ουσιαστικά επιζητεί ο ιδιοκτήτης είναι την επέμβαση σε απόφαση του Εφετείου καλώντας το Εφετείο να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία δεν προβλέπεται στο νομικό μας σύστημα και γι΄ αυτό απέρριψε την αίτηση.
*Δικηγόρος στη Λάρνακα