Η Νόνα Μολέσκη δεν μένει πια εδώ και το κενό είναι αβάσταχτο.

Αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε εύκολα. Ούτε μπορεί να αποτυπώσει σε ικανοποιητικό βαθμό αυτά που στροβιλίζονται στη δίνη του μυαλού μου τις τελευταίες μέρες, από τότε που ήρθε ένα μαντάτο από εκείνα που όσο κι αν τα περιμένει κανείς κι όσο κι αν προτοιμάζεται, πέφτει πάντα κατακούτελα, σαν κεραμίδα.

Έχω την εντύπωση ότι θα ήταν πιο αρμόζον, πιο ορθό και πιο έντιμο αν αυτή η σελίδα στην εφημερίδα σήμερα έμενε κενή: ένα λευκό, αδειανό, χάρτινο πέπλο που θα τόνιζε το μέγεθος της αδιανόητης απώλειας. Αυτό ίσως να έλεγε πολύ περισσότερα από μερικές εκατοντάδες παγωμένες λέξεις, από μερικές δακρύβρεχτες αράδες που έχουν ανάγκη να γράψουν οι ζωντανοί, ίσως επειδή υποσυνείδητα επιζητούν ακριβώς να προσεπικυρώσουν το γεγονός ότι παραμένουν ζωντανοί. Αυτή η λευκή σελίδα, λοιπόν, θα τα έλεγε όλα γι’ αυτό που αφήνει πίσω της η Νόνα Μολέσκη: ένα αβάσταχτο κενό.

Είναι η σελίδα στο πολιτιστικό μας ένθετο, που φιλοξενούσε την τακτική της στήλη με την κριτική θεάτρου, η οποία για 30 και πλέον χρόνια συνέβαλε με συνέπεια στην ανατροφοδότηση σε σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία στο νησί όσο ελάχιστες δημόσιες παρεμβάσεις. Η ίδια, βέβαια, απεκδυόταν –αχ, πόσο με δυσκολεύει ο παρατατικός- την ιδιότητα της «κριτικού θεάτρου». Προτιμούσε να νιώθει θεατής με άποψη, μια (πάντα υποκειμενική) φωνή από τις πίσω θέσεις της πλατείας που το μόνο που φιλοδοξούσε ήταν να βάλει ένα ταπεινό λιθαράκι στη διαδικασία προόδου του κυπριακού θεάτρου.

Εξάλλου, πάνω απ’ όλα δεν ήταν «επαγγελματική», αυστηρή, περισπούδαστη και διεκπεραιωτική η σχέση της με το θέατρο. Λάτρευε άδολα τη σκηνή και τους ανθρώπους της και δεν το αντιμετώπιζε όλο αυτό τόσο ως αποστολή και καθήκον, όσο ως μια απολαυστική, μάλλον εθιστική, ενασχόληση.

Η Νόνα δεν ήταν ένας δικός μου άνθρωπος, όπως μπορεί να το εννοεί κανείς αυτό. Δεν θυμάμαι να τη συνάντησα ποτέ οπουδήποτε αλλού εκτός πολιτιστικού πεδίου δράσης. Είχα πάντως το προνόμιο τα τελευταία 15 χρόνια να είμαι ο πρώτος άνθρωπος που διάβαζε τα κείμενά της που έρχονταν με το email, πάντα έγκαιρα, πριν σταλούν για σελίδωση και δημοσίευση. Κι από ένα σημείο κι έπειτα, ήμουν αυτός που για λόγους ανάγκης και σελιδωτικής συνοχής ανέλαβε οικεία βουλήσει να διαλέγει κάθε φορά έναν τίτλο.

Η ίδια είχε τους λόγους της να μην επιθυμεί να «καπελώνει» τα σημειώματά της με μια περιοριστική επικεφαλίδα. Η δική μου προσπάθεια, σ’ αυτή την εβδομαδιαία τελετή τιτλοδοσίας, ήταν ο τίτλος να είναι όσο το δυνατόν πιο ανοιχτός, αλλά και σχετικός με τις λέξεις και τις διατυπώσεις που περιείχε το κείμενο. Οπωσδήποτε υπήρξαν αστοχίες και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ενέκρινε απολύτως τις επιλογές μου, ωστόσο δεν παραπονέθηκε ούτε μία φορά.

Όσο τη γνώρισα, ήταν πάντα μια γυναίκα διακριτική, ήπιων τόνων και σεμνή, που ενέπνεε χωρίς να επιβάλλεται και που ήξερε να κρατάει με αξιοσημείωτη αβρότητα τις αποστάσεις που θα εξασφάλιζαν τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορούσε να κινείται και να λειτουργεί. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Αντώνης Γεωργίου και της πήρε εκείνη την τόσο εκμυστηρευτική συνέντευξη πριν από έξι χρόνια, φωτίζοντας κάποιες πτυχές της ζωής και της κοσμοθεωρίας της. Γιατί πιθανότατα αρκετοί από εμάς, κυριολεκτικά, θα ενώναμε κάποια κομμάτια του παζλ της ζωής της μόνο διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις σε σημειώματά της. Προσωπικά, δεν είχα λ.χ. την ευκαιρία να μάθω προηγουμένως πόσο μεταδοτική παιδαγωγός υπήρξε, εμπνέοντας και καθοδηγώντας τους μαθητές της.

Η εικόνα που είχα φτιάξει στο μυαλό μου ήταν μιας γυναίκας που ανέπνεε για τις παραστατικές τέχνες και χωρίς να το επιδιώκει κατάφερε να τους δώσει κι εκείνη πνοή. Τα σημειώματά της συνοδοιπορούν με μια καθοριστική, σαρωτική περίοδο της ιστορίας του κυπριακού θεάτρου. Η αμερόληπτη και εμβριθής οπτική της αποτύπωσε την άνθιση της ελεύθερης παραγωγής στο νησί και την εξέλιξη του ΘΟΚ. Επέδειξε θερμό ενδιαφέρον για το τουρκοκυπριακό θέατρο, παρακολουθούσε στενά τις φιλοξενούμενες παραγωγές από το εξωτερικό, ενώ συχνά ταξίδευε και ενημερωνόταν για τη δράση εκτός Κύπρου και μοιραζόταν τις σκέψεις της.

Αγαπούσε το κλασικό, αλλά αγκάλιαζε και το φρέσκο. Διαισθανόταν τις νέες τάσεις και προκλήσεις. Χωρίς ποτέ να υιοθετήσει το ύφος της αυθεντίας, κριτικογράφησε μια ολόκληρη εποχή, στοχαζόμενη πάνω στη θεατρική πράξη. Κι έτσι, τα τεκμηριωμένα και απροκατάληπτα κείμενά της διασώζουν στον χρόνο το εφήμερο της επιτέλεσης. Παρατείνουν στο διηνεκές το βλέμμα του θεατή, αποτελώντας πρωτεύον υλικό για θεατρολογικές μελέτες.

Η δουλειά ενός κριτικού είναι ακόμη πιο περίπλοκη σ’ ένα θεατρικό σύμπαν όπως αυτό της Κύπρου, όχι μόνο επειδή είναι στενό και μυγιάγγιχτο αλλά κι επειδή οι παραγωγές έχουν κατά κανόνα σύντομη διάρκεια ζωής και ο διάλογος που πυροδοτούν οι κριτικές δεν προλαβαίνει να ωριμάσει, ούτε να επηρεάσει τη μοίρα τους. Η Νόνα πάντως αισθανόταν άνετα μέσα σ’ αυτό το σύμπαν. Ήταν ανθεκτική σε επιρροές και πλήρως ανεξάρητητη. Δεν χρωστούσε χάρες σε κανέναν, δεν βιοποριζόταν απ’ αυτή την ενασχόληση κι όπως ανέφερε στη μοναδική της συνέντευξη το μόνο που την περιόριζε ήταν τα όρια της ευγένειας.

Πέρα από την αισθητική αρτιότητα, τη θεωρητική πλαισίωση, την τεχνική στοιχειοθέτηση και την ανάλυση των κωδίκων μιας καλλιτεχνικής πρότασης, αυτό που έχει τη μέγιστη σημασία είναι η επενέργεια της πρότασης αυτής στον αποδέκτη, τον θεατή. Λένε ότι η κριτική είναι πάνω απ’ όλα αυτοκριτική. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να εκκινεί από την αμφιβολία, δεδομένου ότι ενίοτε έχει τη δύναμη να επηρεάζει κάποιους ανθρώπους και τη δουλειά τους.

Συνεπώς, το ήθος είναι αυτό που προσθέτει στο κύρος. Έχεις να κάνεις με τον κόπο των άλλων, αλλά όσο κι αν τους δυσαρεστεί, οφείλεις να είσαι αυστηρός και ακέραιος. Το πρόβλημα δεν είναι ποτέ μια αρνητική κριτική, ούτε καν μια άδικη (θα συμβεί κι αυτό) αλλά μια απρόσωπη, αποστασιοποιημένη και κακογραμμένη. Την έγκυρη κριτική πρώτα οι ίδιοι οι καλλιτέχνες πρέπει άφοβα να την επιζητούν.

Κατά τη γνώμη μου, με τον θάνατό της κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του θεάτρου στην Κύπρο, στο πλαίσιο του οποίου τα κείμενά της λειτουργούσαν σαν ανεμοδείκτης. Διάγουμε την εποχή της fast food ενημέρωσης και τα μέσα επενδύουν όλο και λιγότερο στην υπεύθυνη άποψη, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά αυτή είναι που αποτελεί τον βασικό παράγοντα υπεροχής. Σ’ αυτό το κλίμα, πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς τη φωνή της και την τρυφερή επιβεβαίωση που προσέφερε στη θεατρική πράξη η παρουσία της. Είναι ένα κενό που δεν θα καλυφθεί. Σαν μια θέση χωρίς θεατή. Σαν μια λευκή σελίδα.

Ελεύθερα, 22.1.2023