Με το καλημέρα, ο νέος υπουργός Εργασίας έχει να αντιμετωπίσει αρκετά εργασιακά ζητήματα, τα οποία του κληροδοτεί η απερχόμενη Κυβέρνηση. Η επίλυση ζητημάτων, όπως η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), η Εργοδότηση Ξένων Εργατών, η Ρύθμιση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού, δεν είναι εύκολη και για να επιτευχθεί απαιτείται η ενεργή εμπλοκή και αποφασιστικότητα της Κυβέρνησης, ώστε να διασφαλιστούν από τη μια η αξιοπρέπεια της εργασίας και η ευημερία των εργαζομένων και από την άλλη η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και των δημοσίων οικονομικών.

Η ορθολογιστική αντιμετώπιση των εργασιακών ζητημάτων περνά μέσα από την κατανόηση της λειτουργίας των Εργασιακών Σχέσεων και της σημασίας που έχει η εργασιακή ειρήνη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε οικονομική ευημερία, ούτε βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ούτε και ευημερία των εργαζομένων. Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται άμεσα από τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων, την αναγνώριση των ευαισθησιών της άλλης πλευράς και την ευελιξία τους, ώστε να ικανοποιηθούν και οι δύο πλευρές. Με ευρηματικότητα και καλή θέληση μπορούν να βρεθούν λύσεις, οι οποίες να οδηγούν σε αμοιβαία οφέλη (win-win) και σε λύσεις διαρκείας. Αν επιβληθεί λύση η οποία δεν είναι αμοιβαία επωφελής, δηλαδή μια λύση όπου η μια πλευρά κερδίζει σε βάρος της άλλης, η αδικημένη πλευρά στην κατάλληλη στιγμή θα αντιδράσει και το ζήτημα θα επανέλθει δριμύτερο, για να επαναφερθεί η ισορροπία.  

Συνεπώς, για την επίλυση των εργασιακών ζητημάτων, η Κυβέρνηση θα πρέπει να εμπλακεί ενεργά και αποφασιστικά με τριπλό τρόπο. Πρώτον, ως ο μεγαλύτερος εργοδότης του τόπου, πρέπει να εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις για την ΑΤΑ και να λάβει θέση. Δεύτερον, πρέπει να εμπλακεί ως μεσολαβητής στη διαφορά και τρίτον, πρέπει να εμπλακεί ως θεματοφύλακας της κοινωνικής ευημερίας των εργαζομένων και της κοινωνικής συνοχής.

Πρέπει φυσικά να αναγνωριστούν και οι ιδιαιτερότητες του κυπριακού εργασιακού σκηνικού, το οποίο από το 2012 δέχθηκε τεράστιο πλήγμα, λόγω της οικονομικής κρίσης, που σε μεγάλο βαθμό πλήρωσαν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις. Οι εργαζόμενοι, αναλογιζόμενοι τη δεινή κατάσταση της οικονομίας, αποδέχθηκαν μεγάλη μείωση απολαβών, επιδομάτων, συντάξεων, έκτακτη εισφορά, αυξήσεις φορολογιών και εισφορών, παγοποίηση της ΑΤΑ, κλπ. Στη συνέχεια, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία επέφεραν επιπρόσθετες δυσχέρειες.

Ο ρόλος της ΑΤΑ

Ξεκινώντας με την ΑΤΑ, σκοπός της οποίας είναι η αποκατάσταση της αγοραστικής αξίας των ήδη διαβρωμένων μισθών, ο δεκαετής περιορισμός της επέφερε μεγάλη μείωση στους μισθούς. Το αποδεικνύει ο δείκτης οικονομικής ανισότητας, που την τελευταία δεκαετία έχει αυξηθεί σημαντικά υπέρ του κεφαλαίου, φτάνοντας στο 54% του ΑΕΠ, έναντι 46% σε μισθούς, ενώ το 2009 ο δείκτης βρισκόταν στο 44.3% μερίδιο κεφαλαίου, έναντι 55.7% μερίδιο μισθών. Η πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού έχει ως αποτέλεσμα την πραγματική μείωση των εισοδημάτων, αφού όσο αυξάνονται οι τιμές, τόσο μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Αν δεν υπάρξει αποκατάσταση της αξίας των μισθών, οδηγούμαστε στη μείωση της ζήτησης και της παραγωγής, στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους, στο κλείσιμο επιχειρήσεων και απόλυση προσωπικού, αύξηση της ανεργίας και οικονομική ύφεση. Συνεπώς, η ΑΤΑ συγκρατεί τη μείωση της παραγωγής και τις επιπτώσεις της.

Η εργοδοτική πλευρά ισχυρίζεται ότι η αναπροσαρμογή των μισθών μέσω της ΑΤΑ αυξάνει το κόστος των επιχειρήσεων και τις υποχρεώνει να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές των προϊόντων τους, ανατροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ζητά την κατάργηση του θεσμού και διαφοροποίηση του τρόπου παραχώρησης της ΑΤΑ, με βάση την παραγωγικότητα.

Ωστόσο, το εργατικό κόστος αποτελεί μόνο το 25% της οικονομίας, που σημαίνει ότι αύξηση της ΑΤΑ κατά 4% θα επιφέρει αύξηση μόνο 1% στο συνολικό κόστος του προϊόντος, το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράγοντας μείωσης της ανταγωνιστικότητας. Συνεπώς, η ΑΤΑ επηρεάζει σε πολύ μικρό βαθμό το κόστος παραγωγής, το οποίο αντισταθμίζεται από τις ομαλές εργατικές σχέσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας που τις συνοδεύει. Εδώ έγκειται η σημασία της ευελιξίας και ευρηματικότητας, ώστε οι εργοδότες να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τους εργαζόμενους και να χρησιμοποιήσουν αυτή την ικανοποίηση για την εισαγωγή αλλαγών προς αύξηση της παραγωγικότητας.

Ο ισχυρισμός ότι η ΑΤΑ ευθύνεται για τον πληθωρισμό και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι λανθασμένος. Οι λόγοι της αλματώδους αύξησης του πληθωρισμού σήμερα είναι εξωγενείς, όπως η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, των μεταφορικών και της ενέργειας.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ΑΤΑ αποτέλεσε βασικό στοιχείο της σταθερότητας του κυπριακού συστήματος εργασιακών σχέσεων και ότι η αξία της έγκειται στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, αφού η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών επιτρέπει στον μισθωτό να απολαμβάνει ένα επίπεδο ζωής το οποίο συμβάλλει στην εργατική ειρήνη και στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Κατάργηση της ΑΤΑ θα οδηγήσει στη διεκδίκηση μεγαλύτερων μισθολογικών αυξήσεων, που οι εργοδότες θα δυσκολεύονταν να αποδεχτούν, με αποτέλεσμα τις απεργίες και την απώλεια της εργατικής ειρήνης, όπως σήμερα συμβαίνει σε πολλές ευρωπαїκές χώρες.

Ξένοι εργάτες και ΕΕΕ

Δεύτερο θέμα, είναι η Έλλειψη Εργατικού Δυναμικού και το αίτημα των εργοδοτών για εισαγωγή ξένων εργατών, ενώ υπάρχουν χιλιάδες άνεργοι που παίρνουν επίδομα ΕΕΕ. Φυσικά, υπάρχουν άτομα τα οποία χρειάζονται στήριξη από το κράτος. Πολλοί όμως εκμεταλλεύονται το σύστημα, λαμβάνουν το επίδομα και επιπρόσθετα έχουν και αδήλωτα εισοδήματα, που τους αποφέρουν ψηλότερα ποσά παρά αν εργάζονταν. Όταν σταλούν σε εργοδότες από το Υπουργείο Εργασίας, μηχανεύονται τρόπους για να κριθούν ακατάλληλοι, για να μην προσληφθούν και να συνεχίζουν να παίρνουν το επίδομα χωρίς να εργάζονται. Δεν νοείται να υπάρχουν τόσοι άνεργοι και οι εργοδότες να μην εξευρίσκουν εργατικά χέρια και η αποκοπή του ΕΕΕ είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να υποχρεωθούν να εργαστούν. Κάθε ένας πρέπει να εργάζεται σε εργασίες με βάση τα προσόντα και τις δεξιότητες του. Κάπου στην αλλαγή της επιδοματικής πολιτικής του κράτους μπορεί να έγκειται η λύση του ζητήματος της «έλλειψης» εργατικών χεριών.

Φυσικά, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές ανάγκες της οικονομίας σε ειδικότητες εργατικού δυναμικού αλλά και η θέση του συνδικαλιστικού κινήματος ότι η εισαγωγή εργατών από τρίτες χώρες ανοίγει την πόρτα στην ανεξέλεγκτη και απροστάτευτη εργοδότηση εργαζομένων από τρίτες χώρες με χαμηλά μεροκάματα, οδηγώντας στην απορρύθμιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Οι ελλείψεις στο διάταγμα για κατώτατο μισθό

Τρίτο φλέγον θέμα είναι η Ρύθμιση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού. Από το Διάταγμα απουσιάζουν βασικές παράμετροι, απαραίτητες για να διασφαλίσουν τον σκοπό της εφαρμογής του, δηλαδή την αξιοπρέπεια της εργασίας και την κοινωνική προστασία χαμηλόμισθων εργαζομένων, οι οποίοι δεν έχουν την προστασία ενός συνδικαλιστικού φορέα και μιας συλλογικής σύμβασης. Στο Διάταγμα δεν καθορίζεται ωριαίος κατώτατος μισθός, απουσιάζει πρόνοια για υπερίσχυση ψηλότερων κατώτατων μισθών όπου προνοούνται σε Συλλογικές Συμβάσεις, εξαιρούνται οι εργαζόμενοι κάτω των 18 ετών, δίδοντας έτσι τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Επίσης, χρήζει ρύθμισης ο μηχανισμός αναθεώρησης του ΕΚΜ, για διατήρηση της αξίας του θεσμού, ο οποίος θα πρέπει να συμφωνηθεί με τους Κοινωνικούς Εταίρους.  

Ο νέος υπουργός Εργασίας πρέπει να επικεντρωθεί στην ρύθμιση των πιο πάνω και στη βελτίωση του ύψους του ΕΚΜ, βάσει του κόστους διαβίωσης, όπως προκύπτει από την έρευνα EU-SILC που διεξάγει η Στατιστική Υπηρεσία του κράτους. 

Απαιτείται, όμως, για όλα τα πιο πάνω αποφασιστικότητα από την Κυβέρνηση και ορθολογιστική προσέγγιση για επίλυση, με βάση υγιείς επιστημονικές αρχές, την εργασιακή πραγματικότητα της Κύπρου και τις ευαισθησίες των Κοινωνικών Εταίρων.

* Εμπειρογνώμονας-Σύμβουλος και Καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων

Chartered Manager, Chartered Engineer, Chartered FCIPD, Eur Ing, BSc(Hons), MSc, MBA, PG cert, MCMI, MIET, FCyHRMA