Συχνά έχουμε την εντύπωση ότι ο κόσμος όχι απλώς περιστρέφεται γύρω μας, αλλά χωράει ολόκληρος στην τσέπη μας, μέσα στη συσκευή του κινητού μας. Η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα απέδειξε περίτρανα για μια φορά ακόμη ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Ότι συχνά υπερτιμούμε τον τζερτζελέ που γίνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά στην πραγματικότητα το παιχνίδι παίζεται αλλού. Συνήθως, κάπου πολύ μακριά από μας.

Δεν λέω, γίνεται μεγάλος σαματάς κι εκεί, ο οποίος ελκύει την προσοχή και το ενδιαφέρον μας. Η επικαιρότητα συχνά ντοπάρεται, η τρίχα γίνεται τριχιά, αλλά αυτό που συνήθως δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε είναι ότι πρόκειται για έναν παράλληλο, εικονικό, ψευδαισθησιογόνο κόσμο που αποτελείται από γειτνιάζουσες φυσαλίδες, οι οποίες πολλές φορές δεν εφάπτονται καν –αντίθετα, απωθούνται- ή όταν εφάπτονται είναι μόνο για ν’ αλληλοσπαραχθούν, σαν τους σκύλους πίσω από τα κάγκελα.

Στην παγίδα αυτή έχουν πέσει και πολιτικά πρόσωπα, υπηρεσίες, φορείς και οργανισμοί, εκφραστές της εξουσίας. Ούτως ή άλλως, ασφυκτιώντας μέσα στο πλαίσιο της ιδιότητάς τους, κατανοούν τον κόσμο μέσα από μια παραμορφωτική διόπτρα. Από τη φύση του το πολιτικό υποκείμενο προσπαθεί να προσαρμοστεί στην κοινωνική γραμμικότητα ή να την κοντρολάρει. Από τη στιγμή όμως που στην εποχή μας το κοινωνικό φαντασιακό –όπως το εννοούσε ο Καστοριάδης- έχει διασαλευτεί, ρευστοποιηθεί, εικονικοποιηθεί, οι «θεσμίσεις» έχουν επεκταθεί στο επιβλητικό ψηφιακό σύμπαν κι έτσι προκύπτουν συνεχώς στρεβλώσεις. Η τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται ήδη από καιρού στη ζωή μας, δεν περιμέναμε το Chat GPT. H «πραγματικότητα» διαμορφώνεται από αλγόριθμους κι αν συχνά δεν συμπίπτει με τη χειροπιαστή, τόσο το χειρότερο. Για τη δεύτερη.

Αν λ.χ. εγώ αγόμουν και φερόμουν μόνο από την εικονική φούσκα που κατοικοεδρεύει στο τηλέφωνο ή την οθόνη του υπολογιστή μου, θα έβαζα στοίχημα ότι ο Μιχάλης Χατζηγιάννης είναι «καμένο χαρτί». Ότι είναι πλήρως απαξιωμένος ο ίδιος ως προσωπικότητα στα καθήκοντα του Υφυπουργού Πολιτισμού κι ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να καταβαραθρώσει και τον θεσμό τον οποίο υπηρετεί, για τη δημιουργία του οποίου κάποιοι έφτυσαν αίμα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ή θα ήμουν πεπεισμένος ότι η κατακραυγή για το μισητικό παραλήρημα του ρατσιστή, σεξιστή και ομοφοβικού αιρετού είναι καθολική κι έχει τη δυναμική να τον ταρακουνήσει, να τον μεταστρέψει (ιδεολογικά) ή να τον στείλει σπίτι του. Αλλιώς δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας παροδικός κουρνιαχτός που σύντομα θα κατακαθίσει ή θα απωθηθεί από κάποιο άλλο φασαριόζικο ζήτημα, που «πουλάει» στην επικαιρότητα.

Με όλα αυτά δεν προσπαθώ να υποβιβάσω το γεγονός ότι ένα τοξικό νέφος έχει σκεπάσει τις τελευταίες κάμποσες εβδομάδες το Υφυπουργείο Πολιτισμού. Το κλήμα είχε στραβώσει πριν καν αναλάβει ο Χατζηγιάννης και στην πορεία φρόντισε κι ο ίδιος να ρίξει νερό στον μύλο της αμφισβήτησης και της τοξικότητας και να δικαιώσει τους μετά Χριστόν προφήτες. Το γεγονός ότι είναι μια διασημότητα, ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό, τον καθιστά ακόμη πιο εύκολο και δημοφιλή στόχο. Το όνομα, το οποίο τραβάει για ψύλλου πήδημα τα φώτα της δημοσιότητας, φαίνεται να έχει υπερκαλύψει τον θεσμό, παρασύροντάς τον στην αντιδημοτικότητά του. Το γεγονός ότι έχει αναλάβει έναν πολιτικό θώκο τον έχει μετατρέψει σε κόκκινο πανί για ιερές και ανίερες επιθέσεις, στα όρια του κανιβαλισμού. Και τα σκάγια που προορίζονται γι’ αυτόν, πιάνουν και τους συνεργάτες του, ενώ δυστυχώς φτάνουν και μέχρι τα μέλη των οικογενειών τους.

Είναι μια κατάσταση που ο ίδιος μοιάζει να μην μπορεί να ελέγξει και να διαχειριστεί. Δεν είναι αμάθητος στο να βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα, ή ακόμη και στη φθορά που αυτή επιφέρει. Όμως εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν φθείρεται ή όχι ο Χατζηγιάννης είναι δικό του πρόβλημα. Αυτό που μάς καίει και που έχει σημασία είναι ο νεοσύστατος, ανέτοιμος και ευάλωτος ακόμη θεσμός, ο οποίος άρχισε κιόλας να χάνει το σφρίγος και το έρεισμά του ακόμη και στις τάξεις των σκληροπυρηνικών του χώρου που αφορά. Επανήλθαν μέχρι και κάποιες φωνές που θυμήθηκαν ότι τελικά ίσως να μη χρειαζόμασταν Υφυπουργείο Πολιτισμού και ισχυρίζονται ότι η ίδρυσή του δεν εξυπηρετεί τίποτα περισσότερο από το βόλεμα ημετέρων.

Νερό σ’ αυτόν τον μύλο ρίχνει η ευερεθιστότητα των ιθυνόντων που δίνει την εντύπωση ότι νοιάζονται περισσότερο για την εικόνα του Υφυπουργείου –και τη δική τους- παρά για τα πραγματικά προβλήματα κι όλα τα ανοιχτά μέτωπα. Ακούμε μόνο φωνασκίες για το γνωστό πρόβλημα της υποστελέχωσης, λες και δεν ήταν υποστελεχωμένες οι υπηρεσίες του πολιτισμού όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό το ζήτημα το γνωρίζουμε, είναι κοινώς παραδεκτό, έχουν καταγραφεί οι ελλείψεις και αναμένουμε να γίνει πράξη η επάνδρωση για να δούμε και πόσα απίδια έχει ο σάκος. Η υποστελέχωση δεν αφορά μόνο το κεντρικό Υφυπουργείο, αλλά και τα δύο τμήματα, το Νεότερου και Σύγχρονου Πολιτισμού και το Αρχαιοτήτων, που παρεμπιπτόντως (δεν θέλω να σας αγχώσω, αλλά) σε 33 μέρες εντάσσεται επίσημα στη νέα δομή.

Αυτό που βλέπω, λοιπόν, εγώ από τη δική μου οπτική γωνία είναι ότι το στραβό κλήμα το έχει ήδη φάει ο γάιδαρος. Αν ο φορέας που εκπροσωπεί τον Πολιτισμό ως έννοια και ως αξία αναδεικνύεται σε πεδίο μικροπρέπειας και κανιβαλισμού και βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα για λάθος λόγους, τότε η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Ελπίζω μόνο να είναι μη αναστρέψιμη για τον Χατζηγιάννη κι όχι για το Υφυπουργείο.

Όλα αυτά, βέβαια, δεν αποκλείεται να συμβαίνουν μόνο στο ψηφιακό «καφενείο» που συχνάζω εγώ και να μην αφορούν την κοινωνία, η οποία γενικά σέβεται και εκτιμά τον Πολιτισμό και τους ανθρώπους του, υπολήπτεται τις θυσίες τους και χαλαλίζει κάθε ευρώ που πέφτει… αβέρτα από την τρύπα του κορβανά για τον σκοπό αυτό. Ίσως να υπάρχει κι αυτή η πραγματικότητα.

Ελεύθερα, 28.5.2023