«Η μόνη προφανής ασυμμετρία αυτή τη στιγμή είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη από τη μια και οι εξαιρετικές της επιδόσεις σε επικοινωνιακά ευρήματα από την άλλη».

Θα μπορούσε να είναι ανακοίνωση της κοντομνήμονος Νέας Δημοκρατίας μετά τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα περί «ασύμμετρου φαινομένου» όταν άρχισε να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασης με τις πυρκαγιές στην Αττική. Είναι όμως ανακοίνωση από ένα μικρό τότε κόμμα, ονόματι Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς στις 26 Αυγούστου 2007, λίγους μήνες πριν αναλάβει την ηγεσία του ο σημερινός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Σχολίαζε τη δήλωση της τότε κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που κάκιζε την «ασύμμετρη απειλή» και τον ανάλγητο «στρατηγό άνεμο» για να δικαιολογήσει την αναποτελεσματική αντίδραση του κρατικού μηχανισμού όταν οι πυρκαγιές καρβούνιαζαν δεκάδες ανθρώπους, χιλιάδες ζώα και αμέτρητες περιουσίες στην Ηλεία.

Ο καιρός έχει γυρίσματα θα πει κάποιος, όμως το θέμα στο άρθρο αυτό δεν είναι η αναμενόμενη αδυναμία των νυν διαχειριστών ενός δυσλειτουργικού κρατικού μηχανισμού να σώσουν τις ψυχές των πολιτών. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Θέμα μας είναι η ορολογία που χρησιμοποιούν τόσο οι εκάστοτε κυβερνώντες, όσο και η ίδια η κοινωνία με την καθοριστική συνδρομή των μμε όταν ο όλεθρος βροντά την πόρτα μας. Ορίστε, έχω ήδη παρασυρθεί χρησιμοποιώντας μια κοινότοπη κι εντυπωσιοθηρική λέξη: όλεθρος.

Ο όρος «Ασύμμετρη απειλή» είναι νατοϊκής εμπνεύσεως και καθιερώθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες για να περιγράψει το δυσανάλογα μεγάλο έμψυχο και υλικό κόστος, από επιθέσεις μη συμβατικών ομάδων περιορισμένης επιχειρησιακής δυναμικότητας. Έγινε της μόδας μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη. Και κατάντησε επικοινωνιακή καραμέλα από κυβερνήσεις που επιδίωκαν να αποτινάξουν ευθύνες σε περιπτώσεις αστικών καταστροφών, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις θεωρίες συνωμοσίας που πυροδοτούν.

Οι άνθρωποι είμαστε παθολογικά επιρρεπείς σε τέτοιες θεωρίες, όπως και στην τάση να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και να μετακυλούμε την ευθύνη για τα δεινά μας σε άλλους ανθρώπους ή σε ανώτερες δυνάμεις. Εξού και η θεομηνία, η μάνητα του Θεού δηλαδή, ο οποίος είναι γνωστό ότι είναι εκδικητικός τύπος. Κι επίσης η οργή της φύσης, η λύμη, η συμφορά, ο χαλασμός, οι κρουνοί του ουρανού που ανοίγουν όταν μας πνίγουν οι βροχές, ο Εγκέλαδος που μας επισκέπτεται όταν γίνεται σεισμός ή οι δέκα πληγές του Φαραώ. Στην ίδια κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε και τον όρο «φυσική καταστροφή».

Για πολλούς επιστήμονες είναι δεδομένο ότι σε μια καταστροφή δεν υπάρχει τίποτε το φυσικό. Είναι πάντα πολιτική. Και δεν αναφέρομαι καν στην επιζήμια συνεισφορά των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στην κλιματική αλλαγή. Κανείς δεν θα μιλήσει λ.χ. για φυσική καταστροφή αν πέσει ένας κεραυνός σ’ ένα απομακρυσμένο σημείο του τροπικού δάσους του Αμαζονίου και κάψει δέντρα και ζώα. Ή αν το τσουνάμι πλήξει ένα ακατοίκητο νησί κι ένας σεισμός κλονίσει την Ανταρκτική. Ακόμη κι αν πέσει ένας αστεροειδής πάνω σε μια πόλη, από τη στιγμή της πρόσκρουσης το μέγεθος της καταστροφής αποτιμάται από τον τρόπο που είναι δομημένος ο ανθρώπινος πολιτισμός.

«Φυσική» αποκαλούμε μια καταστροφή που έχει επιπτώσεις στον άνθρωπο, αναδεικνύοντας την αδυναμία του να τις αντιμετωπίσει. Συχνά προκαλείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και πάντα επιδεινώνεται από την έλλειψη προγραμματισμού και του κατάλληλου συστήματος διαχείρισης έκτακτων αναγκών.

Κι ο άνθρωπος, θα πει κάποιος, μέρος της φύσης είναι. Με την ίδια λογική, όμως, «φυσική καταστροφή» μπορεί να θεωρηθεί η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, οι επιθέσεις στις ΗΠΑ το 2001, ή η πρόσφατη σφαγή δεκάδων αμάχων στη νότια Συρία. Ο άνθρωπος είναι μεν φυσικό φαινόμενο αλλά λειτουργεί αντιφυσικά, ως διαβρωτική παραφωνία στη χαώδη αρμονία του συνόλου.

Αντί λοιπόν να προσωποποιούμε και να θεοποιούμε, όπως οι αρχαίοι, τα φαινόμενα ή να τα αποδίδουμε σε μεταφυσικές παρεμβάσεις να αναλογιστούμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε προστατέψουμε προκαταβολικά το κοινό μας σπίτι και να ενισχύσουμε όσο γίνεται την ανθεκτικότητά μας στις πολιτικές καταστροφές, στο πλαίσιο μιας βιώσιμης ανάπτυξης.