Στα 1926 γεννήθηκε στα Βίλια, Αρβανιτοχώρι της Αττικής, ένα κοριτσάκι σαν μαυριδερό καχεκτικό πιθηκάκι, το βούτηξαν σε ζεστό νερό για να βγάλει την πρώτη ανάσα. Ποιος να φανταζόταν πως θα γινόταν ένας μίσχος λουλουδιού, ντελικάτος, που θα μάγευε μ’ εκείνο το μελαγχολικό βλέμμα το ψεύδισμα και το παχύ της σίγμα, το ελληνικό θέατρο σκαλίζοντας σαν γλύπτης με απίστευτη ευαισθησία τις δεκάδες ρόλους που ερμήνευσε. Ποιος να φανταζόταν πως θα φώτιζε σαν προβολέας τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο στα χέρια του δικού μας του Μιχάλη Κακογιάννη. Και να μην έχεις δει μια από τις δεκάδες θεατρικές επιτυχίες της, να σταθείς και μόνο στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» ή «Το κορίτσι με τα μαύρα» θα κλείσεις στην ψυχή σου τη φτωχή Ελλάδα και τον έρωτα που σκορπούσαν, θρυλικό πια ζευγάρι με τον Δημήτρη Χορν. Δύο ιερά τέρατα, δέκα χρόνια να αλληλοσπαράζονται, αταίριαστοι και απίστευτα ταιριασμένοι στη ζωή και στην τέχνη, να λιώνει ο ένας για τον άλλο και να μισούνται σαν εχθροί αφότου χώρισαν.
Ξεσηκώνοντας τους δικούς της να την φέρουν κοντά στο όνειρό της, η Έλλη Λούκουπου πήρε το ψευδώνυμο Λαμπέτη από το έργο «Ο Αστραπόγιαννος» είναι ακόμα πολύ μακριά από τη στιγμή που θα δει στους Τάιμς της Νέας Υόρκης πως: «Από την εποχή της Γκρέτα Γκάρμπο καμιά δεν ερωτεύτηκε ο φακός όσο την Έλλη Λαμπέτη, μια γυναίκα πανέμορφη, μια ηθοποιό εξαιρετική». Ήταν μετά την προβολή της ταινίας «Το τελευταίο ψέμα» που απέσπασε ένα σωρό βραβεία.
Μα ο μεγάλος έρωτας της Έλλης ήταν το θέατρο: «Ερωτεύτηκα την Μπλανς Ντιμπουά στο ‘’Λεωφορείον ο πόθος’’, έλιωσα, έμεινα σαράντα πέντε κιλά μετρώντας τις δυνάμεις μου να νιώσω τη στιγμή που αυτός που αγαπούσε θα της έδινε τον φάκελο με το εισιτήριό της για να φύγει. Όλες τις ηρωίδες τις λάτρεψα, έμπαινα στην ψυχή τους, στο πετσί τους».
Στα 1954 μαγεύει το κυπριακό κοινό με τον θίασο Λαμπέτη, Παπά, Χορν και στο ΡΙΚ ίσως να υπάρχει η σπάνια ηχογράφηση του «Άμλετ» του Σαίξπηρ. Μαγευτική είναι η φωνή της στους δίσκους με απαγγελία ποιημάτων του Καβάφη και ανάγνωση του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, καθώς και η εξαιρετική ερμηνεία της στο έργο «Ίρμα η γλυκιά» και έξι μονόπρακτα.
«Θέλω να πεθάνω στη σκηνή, την ώρα που θα πέφτει η αυλαία του θεάτρου, να πέφτει και η αυλαία της ζωής μου» έλεγε πάντα. Δεν την αξιώθηκε τη χάρη. Ασθενική, ταλαιπωρημένη χρόνια από αρρώστιες θα διαβάσει την είδηση του θανάτου της στην Αμερική, στο νοσοκομείο όπου πάλευε με τον καρκίνο. Στερείται το υπέροχο στήθος της, πάνε τα εντυπωσιακά μαλλιά της, το εσωτερικό της γυναικείας της υπόστασης, στο τέλος σβήνει κι η φωνή της. Από σαράντα τριών χρονών μέχρι τα πενήντα επτά που έφυγε δεν θεώρησε τον καρκίνο ανίκητο. «Επειδή έχεις καρκίνο δεν είσαι και πλάσμα αξιολύπητο. Τα άτιμα τα καρκινικά κύτταρα τα πολεμάς, τα νικάς κι αυτά σου την έχουν στημένη παραδίπλα. Μα όλα αυτά τα χρόνια δεν έκλαψα ούτε μια φορά. Έκλαψα μόνο σαν ένιωσα πως παραδόθηκα πια, δεν μαχόμουνα».
Σε μια εξομολόγησή της στα βιβλία του Φρέντι Γερμανού και της Φρίντας Μπιούμπη αυτομαστιγώνεται: «Έζησα ανάξια, οι πράξεις καλοσύνης μου μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι προθέσεις μου έμεναν στο μυαλό μου. Ο Θεός μου έδωσε δύναμη ψυχής μα σωματικά δεν έβγαινα». Λαχταρώντας ένα παιδί να υιοθετήσει, αφού χώρισε με τον Μάριο Πλωρίτη και παντρεύτηκε τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν, ένα κοριτσάκι. Ήταν το μεγαλύτερο κτύπημα στη ζωή της. «Όταν πήγαν να μου το πάρουν επτά χρόνια μετά που το μεγάλωνα, σάλεψα. Ένιωσα όπως η Σάρα από το έργο ‘’Παιδιά ενός κατώτερου Θεού’’. Η Σάρα ήταν απλώς κωφή, εγώ δεν ήμουν ούτε γυναίκα ούτε μάνα».
Η είδηση του θανάτου της, αληθινή αυτή τη φορά στις 2 Σεπτεμβρίου 1983, συγκλόνισε όσο και η ερμηνεία της στο έργο «Η τελευταία παράσταση», με το οποίο αποχαιρέτισε το θέατρο. Το πιθηκάκι που μεταμορφώθηκε σε οπτασία υποκλίθηκε για τελευταία φορά. Άφησε πίσω τις λαχτάρες, τα λάθη και τις αδυναμίες της. Το στίγμα της ανεξίτηλο στην τέχνη και στο πατρικό της η επιγραφή: «Εδώ γεννήθηκε η Έλλη Λούκου, η Έλλη Λαμπέτη».