Σε όλο τον κόσμο είναι κανόνας: όταν ένας κυβερνητικός αξιωματούχος ή υψηλά ιστάμενος κάνει μια γκάφα, παραιτείται. Ακόμα κι αν έχει τις καλύτερες προθέσεις, όταν ένα έργο που ανέλαβε να διεκπεραιώσει αποτυγχάνει, όταν το όνομά του εμπλέκεται σε σκάνδαλο διαφθοράς ή σε διαπλεκόμενα συμφέροντα, δεν κρύβεται. Αναλαμβάνει την ευθύνη. Μόνος του, δεν περιμένει να του το ζητήσει ο πολιτικός του προϊστάμενος. Η πολιτική ευθιξία είναι κουλτούρα και νοοτροπία. Αφορά την αντίληψη που έχει ο εκάστοτε αξιωματούχος για τους λόγους που εμπλέκεται στα κοινά. Είναι, όμως, και θέμα χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου χωριστά, των ευαισθησιών του και της ανθρωπιάς του.
Το 1999, ο Χρήστος Στυλιανίδης υπέβαλε στον Πρόεδρο Κληρίδη την παραίτησή του από κυβερνητικός εκπρόσωπος ως ένδειξη διαμαρτυρίας για υπόθεση πολιτικής διαφθοράς στην οποία εμπλεκόταν ο τότε υπουργός Εσωτερικών Ντίνος Μιχαηλίδης.
Το 2006, ο υπουργός Άμυνας Φοίβος Κλόκκαρης παραιτήθηκε από την κυβέρνηση Χριστόφια, μετά τις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για παραστρατιωτικό κύκλωμα.
Το 2006, ο υπουργός Άμυνας Φοίβος Κλόκκαρης παραιτήθηκε από την κυβέρνηση Χριστόφια, μετά τις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για παραστρατιωτικό κύκλωμα.
Το 2008, ο Κύπρος Χρυσοστομίδης υπέβαλε στον Πρόεδρο Χριστόφια την παραίτησή του από υπουργός Δικαιοσύνης, μετά την απόδραση του ισοβίτη κατάδικου Αντώνη Προκοπίου Κίτα.
Το 2013, ο υπουργός Οικονομικών Μιχάλης Σαρρής υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρόεδρο Αναστασιάδη, για να διευκολύνει το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής, η οποία θα ερευνούσε δραστηριότητες και της περιόδου κατά την οποία ο ίδιος διετέλεσε πρόεδρος της Λαϊκής Τράπεζας.
Οι τέσσερις αυτές περιπτώσεις παραιτήσεων πολιτικών αξιωματούχων, ίσως να μην είναι οι μοναδικές αλλά είναι σίγουρα από τις ελάχιστες που θυμάμαι να υπήρξαν σε αυτό τον τόπο, στον οποίο –δυστυχώς– οι λέξεις «ευθιξία» και «παραίτηση» εξακολουθούν να είναι άγνωστες.
Οι τέσσερις αυτές περιπτώσεις παραιτήσεων πολιτικών αξιωματούχων, ίσως να μην είναι οι μοναδικές αλλά είναι σίγουρα από τις ελάχιστες που θυμάμαι να υπήρξαν σε αυτό τον τόπο, στον οποίο –δυστυχώς– οι λέξεις «ευθιξία» και «παραίτηση» εξακολουθούν να είναι άγνωστες.
Σήμερα είναι οι καταγγελίες για διαπλοκή στη Δικαιοσύνη, χθες ήταν τα σκάνδαλα στην οικονομία, προχθές οι υποθέσεις διαφθοράς σε δήμους, θεσμοί πλήττονται ο ένας μετά τον άλλο, αλλά παραίτηση καμία. Ούτε καν απολογίες, μόνο δικαιολογίες. «Δεν φταίμε εμείς, φταίνε οι προηγούμενοι», «πρόκειται για ισχυρισμούς ανυπόστατους, κακόπιστους και δυσφημιστικούς», «έχει ξανασυμβεί, δεν είναι η πρώτη φορά»… Και θα ξανασυμβεί, όσο δεν ανοίγει κανενός η μύτη. Κι όσο μένουμε θεατές σε καταστάσεις που δεν μας κάνουν υπερήφανους που ζούμε σ’ αυτήν τη χώρα. Όσο επιμένουμε να ξεχνάμε και να μην απαιτούμε την ανάληψη ευθυνών για πράξεις και παραλείψεις, τις επιπτώσεις των οποίων εμείς καλούμαστε να πληρώσουμε στο τέλος.
Η παραίτηση αποτελεί μια από τις σημαντικότερες και με ύψιστο φορτίο πολιτική πράξη. Αποτελεί μια πράξη που δεν προϋποθέτει μόνο πολιτικά αντανακλαστικά και κοινωνική ευαισθησία, αλλά πάνω από όλα μια πολιτική πυξίδα που σε βοηθάει να αντιληφθείς πότε η παρουσία σου στον δημόσιο βίο της χώρας δεν είναι μόνο αντιπαραγωγική αλλά και επικίνδυνη. Αν αυτοί που τους αφορά δεν το αντιλαμβάνονται –αντί να μένουμε απαθείς σε ό,τι μας επιβάλλεται– ας αναλάβουμε μια φορά ως πολίτες να τους επιβάλουμε εμείς αυτό που θα ‘πρεπε να έκαναν οι ίδιοι.