«ΚΑΠΟΙΑ μέρα» γράφει στο βιβλίο του ένας φίλος μου ιστορικός*1 «στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., ξύπνησαν πρωί-πρωί οι Κύπριοι στο Κίτιο και τη Λάπηθο κι είδανε να σέρνονται στο χώμα, το υγρό απ’ τη νοτιά κάτι μαλάκια γλοιώδη, που άφηναν εκεί που σέρνονταν, μια γλοιώδη πίσω τους γραμμή. «Γυμνοσάλιαγκοι…», είπαν με περιφρόνηση φτύνοντας οι Κύπριοι, και πήγαν στις δουλειές τους, χωρίς να δώσουν σημασία.

»Το δειλινό που γύριζαν στα σπίτια τους, οι γυμνοσάλιαγκοι είχανε βγει στους δρόμους κι έκοβαν βόλτες δεξιά αριστερά μέσα στις πλατείες, αφήνοντας πάντα απ’ εκεί που πέρναγαν τη γλοιώδη τους γραμμή. Πάλι δεν ανησύχησαν οι Κύπριοι… Προσέχοντας μονάχα μην πατήσουνε κανένα απ’ εκείνα τα αηδιαστικά μαλάκια, ο θόρυβος λένε είναι αποκρουστικός, μπήκανε στα σπίτια τους, να ξαποστάσουν απ’ τον κάματο της μέρας.

»Έπεσε τελικά η νύχτα η σιωπηλή πάνω στις δύο πόλεις, το Κίτιο στα Νότια και τη Λάπηθο στα Βόρεια. Κοντά όμως στα μεσάνυχτα, δυο-τρεις απ’ τους κατοίκους, θέλεις γιατί είχανε φάει αποβραδίς κάτι αλμυρό, θέλεις γιατί ήσαν από φυσικού τους άνθρωποι ανήσυχοι, σηκώθηκαν να πάνε έξω στο πηγάδι της αυλής, να πιουν νερό να δροσιστούν. Μόλις, όμως άνοιξαν την πόρτα, είδαν στο φως του φεγγαριού, να γυαλίζουν μέσα στις αυλές τους, ατέλειωτες χιλιάδες γυμνοσάλιαγκοι. Τα γλοιώδη αυτά μαλάκια είχαν προχωρήσει κιόλας και μπήκαν στις αυλές, κι είχαν σκαρφαλώσει πάνω στα πηγάδια, κι ούτε μπορούσε πια κανείς να πιει νερό. Άρχισαν τότε αυτοί οι δυο-τρεις απ’ τους κατοίκους, να διαδίδουν μες την πόλη όλη νύχτα, πως κάτι κακό πρέπει να σημαίνει αυτή η ιστορία με τους γυμνοσάλιαγκους. Αλλά δεν τους έδινε κανένας σημασία. Οι πιο πολλοί κοιμόνταν. Κι όσοι δεν κοιμόνταν, βλέπαν τηλεόραση. (Που είναι ύπνος ακόμα πιο βαθύς…) Οι άλλοι, τους έλεγαν απλώς «ακραίους» ή φασίστες, επί το ακριβέστερο φασίζοντες, ή επί το πιο ακριβέστερο φασιστοειδή!

»Συνέχισαν λοιπόν τον (μακάριο) ύπνο τους, το Κίτιο και η Λάπηθος. Και τίποτε δεν ακουγόταν άλλο, εκτός απ’ το υγρό θόρυβο της λίγδας, που έκαναν καθώς σέρνονταν στη γλοιώδη τους γραμμή οι γυμνοσάλιαγκοι. Αλλά τον θόρυβο αυτό κανείς δεν τον ακούει. Ή ακριβέστερα, κάνεις δεν τον ακούει έγκαιρα…

»Χάραξε το φως την άλλη μέρα και σηκώθηκαν οι Κύπριοι να πάνε στις δουλειές τους. Άνοιξαν τα παράθυρα, να μπει στις κάμαρες το φως, να τους διώξει από τα βλέφαρα τον ύπνο. Ήταν όμως πια αργά! Ήδη ήσαν σκαρφαλωμένοι οι γυμνοσάλιαγκοι στους τοίχους τών σπιτιών. Κι ούτε που μπορούσαν ν΄ ανοίξουνε τα τζάμια, παρά βλέπαν από μέσα, πάνω στο γυαλί τους γυμνοσάλιαγκους να σέρνονται αργά, μ’ εκείνη την βαθιά πεποίθηση, πως κανείς δε θα αντέξει την αηδία να τους ακουμπήσει καν… Κι όσο προχωρούσε η μέρα, έρχονταν από παντού οι φήμες πως οι γυμνοσάλιαγκοι είναι σκαρφαλωμένοι όχι στα σπίτια μοναχά, αλλά και στα γυμνάσια, στα σχολεία, στα δημόσια κτήρια. Σ’ όλη δηλαδή την κρατική μας μηχανή…

»Έμεναν έτσι οι κάτοικοι στα σπίτια τους, κλεισμένοι. Αλλά γρήγορα κατάλαβαν πως κι εκεί δεν ήσαν ασφαλείς. Γιατί βρήκαν τις χαραμάδες οι γυμνοσάλιαγκοι και χωθήκαν μέσα. Τότε σκέφτηκαν οι Κύπριοι τ’ αλάτι. Μόλις τους έριχναν λίγο πας τη ράχη, έλιωναν οι γυμνοσάλιαγκοι και γίνονταν νερό. Γιατί όπως είναι καλά γνωστό, τα μαλάκια γενικώς κόκκαλο δεν έχουνε στο σώμα τους, κανένα. Ήταν όμως πια ο κόπος μάταιος. Οι γυμνοσάλιαγκοι ήσαν ήδη πλήθος άπειρο. Όπως λέμε καθεστώς!

»Κι έτσι στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., Λάπηθος και Κίτιο, Ελληνίδες Πόλεις τής νήσου και οι δυο, έπεφταν στην εξουσία των γυμνοσαλιάγκων! Διότι οι κάτοικοί τους έκαναν ένα λάθος: Δεν ήθελαν να ξυπνήσουν από το πρώτο βράδυ! Το ίδιο λάθος κάνουν πάντοτε, ειρήσθω, οι κάτοικοι αυτής της ελληνικής νήσου…» 

[Παρένθεση γράφοντος: Και το χειρότερο κακό, είναι ότι το ίδιο λάθος, το κάνουν επίσης οι κάτοικοι και όλης τής ελληνικής χερσονήσου… Όπου οι γυμνοσάλιαγκοι πρόσφατα (πάνω στο «γαμώ το»…) αναρριχήθηκαν, και το κατάκτησαν, ακόμα και το κτήριο της Βουλής. Μέχρι και στο Προεδρικό Μέγαρο, λένε, αναρριχήθηκαν εκείνα τα μαλάκια. Εγώ πάντως γνωρίζω ένα τέτοιο (επώνυμο) μαλάκιο που αναρριχήθηκε και θρονιάστηκε εκεί…*2]

***

Τους γυμνοσάλιαγκους λοιπόν αυτούς, στην ελληνική αυτή νήσο της αρχαίας εποχής τους λέγαν Φοίνικες! Στην ελληνική όμως χερσόνησο τότε, γυμνοσάλιαγκοι ήσαν μόνο οι «Μηδίζοντες». Στη σημερινή όμως εποχή άλλαξαν τα πράγματα. Οι 153 εκείνοι της Βουλής, είναι γυμνοσάλιαγκες, εκ γενετής Σλαβίζοντες. Οι 145 πρώτοι. Οι επόμενοι 8 όμως, πρόθυμοι καλούμενοι, όχι. Εκείνοι είναι απλώς ιδεολόγοι γυμνοσάλιαγκες. (Μιλάμε πάντα για τους εκείθεν του Αιγαίου γυμνοσάλιαγκους. Για τους ένθεν, άλλοτε…)

 

*Διδάκτωρ του ΕΜΠ

______________________________________________________________________________________

1*Ρωμανός Διογένης: «Ιστορία Ετεροχρονολογική της Νήσου Κύπρου», Ελληνικά Γράμματα 1997

2*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για την ακρίβεια δεν είναι σωστή έννοια το «θρονιάστηκε» εκεί. Σε κανένα θρόνο δεν κάθησε. Σε καναπέ, και μάλιστα στην άκρη-άκρη του, είναι συνήθως ζαρωμένος…