1η Μαρτίου 2004 – Θάνατος
Ελάχιστοι μας διαβάζουν
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά.
Πανθομολογούμενη απορία του πνευματικού κόσμου: Τέτοιο βάθος σκέψης, τέτοια ευαισθησία, τέτοιο έργο, δεν άξιζε ένα βραβείο Νόμπελ, όπως το προτάθηκε το 1984;
Διαχρονικός, στοχαστικός, λυρικός, τρυφερός, καυστικός, θα σεριανά στην αιωνιότητα κι ας έλεγε πως η αιωνιότητα δεν τον ενδιαφέρει.
Χρονολογικά, λακωνικά όπως η γραφή του, δίνονται οι κυριότερες στιγμές του:
1914. Γεννιέται στην Αμμόχωστο. Έκτο παιδί του Θεόδουλου Μόντη από τη Λάπηθο και της Καλομοίρας Μπατίστα, γόνου παλιάς ενετικής οικογένειας.
1922. Χάνει τον αδελφό του Γιώργο στα 21 του χρόνια από φυματίωση και σε τρεις βδομάδες τον αδελφό του Νίκο, μόλις 16, από λευχαιμία. Γράφει:
Τι ήταν αυτή η τρεχάλα, ο ένας πίσω από τον άλλο;
Τι ήταν αυτό το τρελό παιγνίδι, αδελφοί μου,
τι ήταν αυτό το αστείο;»
1926. Βαθιά σημαδεμένος, ήδη, χάνει και την αγαπημένη του μητέρα κι αυτήν από φυματίωση:
Έτσι ως «σε πήραν οι ουρανοί»
στην παιδική μου αυγή τη μακρυνή
τόσο είν’ η θύμησή σου αχνή
που τρέμω αν τάχα ξαφνικά στο δρόμο σ’ απαντήσω
μήπως, μανούλα μου ακριβή, δε σε γνωρίσω,
μήπως, μανούλα μου ακριβή, – σκέψου ! – σε προσπεράσω
και δυό φορές σε χάσω.
1932. Ο Κωστάκης αποφοιτά από την Ελληνική Σχολή Μόρφου, πηγαίνει στην Αθήνα, εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι αρχίζει σαν Κώστας Άλκιμος την δημοσιογραφία, ως ανταποκριτής της εφημερίδας Ελευθερία, της εγκυρότερης της εποχής. Θα δώσει κύτταρα, πνοή, νεύρο, μια νέα γραφή. Ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε. «Έδωσα όλη μου την ύπαρξη στη δημοσιογραφία», θα πει αργότερα.
1937. Γυρίζει στην Κύπρο, αλλά οι δικηγόροι με ελλαδικό πτυχίο απαγορεύεται – Παλμεροκρατία γάρ – να ασκούν το επάγγελμα. Καταλήγει στο Λογιστήριο της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας, στα μεταλλεία του Μιτσερού, της Καλαβασού, ζει τους αγώνες των εργατών, πονά μαζί τους:
Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;
1940. Τα μεταλλεία κλείνουν, ο Κώστας Μόντης εργάζεται σαν καθηγητής στην Εμπορική Σχολή Συλβέστρου στη Μόρφου.
1942. Καταλήγει στη Λευκωσία. Μέσα στην πολεμική έξαρση ιδρύει με τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη και τον Φοίβο Μουσουλίδη το πρώτο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο, το Λυρικό. Τα τραγούδια σε στίχους του, ερωτικά, τρυφερά, σατιρικά, έδιναν μια μοναδική ανάσα σ’ εκείνους τους καιρούς.
1944. Εκδίδει την εφημερίδα του «Ελευθέρα Φωνή», παλεύει.
1946. Νυμφεύεται την Έρση Κωνσταντίνου. Τα χρόνια πια καλύτερα, τον κόσμο και την ψυχή του πλουτίζουν τα παιδιά του Θεόδουλος, Μάριος, Λέλλος και Στάλω.
Γίνετε ως πριν μικρά παιδιά,
Στάλω μου, Λέλλο, Μάριε, Θούλη,
και τάχω κρύψει τα κλειδιά
στη γλάστρα με το γιασεμί,
στη γλάστρα με το φούλι
Καληνυχτίστε με όπως πριν
– ένα φιλάκι κι «αγαπώ» –
κ’ εγώ θαρθώ να σκύψω
ν’ ακούσω την ανάσα σας
κι αν ήσυχη τη βρω, να πω
«Τώρα μπορώ να λείψω».
1947. Με πόνο ψυχής κλείνει την εφημερίδα του.
1948. Βρίσκεται στη θέση συντάκτη της εφημερίδας «Έθνος».
1950. Διορίζεται Γενικός Γραμματέας της Εμποροβιομηχανικής Ομοσπονδίας Κύπρου. Αργότερα, το 1961 θα είναι ο πρώτος διευθυντής τουρισμού.
Θα ζήσει διώξεις επαγγελματικές, θα πικραθεί μα θα παλεύει πάντα μ’ έναν τρόπο γαλήνιο.
Ο απελευθερωτικός αγώνας του 1955 τον βρίσκει στις επάλξεις όπως άλλωστε είχε γίνει και το 1931 στα Οκτωβριανά.
Να πάρουμε μια σταγόνα από το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας
να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα
να μην ξεστρατίσουμε.
Αλλά το σημαντικότερο κεφάλαιο στην ποίηση του Κώστα Μόντη θ’ ανοίξει μετά την εισβολή του 1974. Ο πόνος γι’ άλλη μια φορά γεννά μέσα του στιγμές που μελοποιημένες από τον Μάριο Τόκα χιλιοτραγουδιούνται χρόνια τώρα. Καθηλωμένος από το άδικο γράφει:
«Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας.
Είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε
η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
Κι απελπισμένος αναφωνεί:
Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους,
Πενταδάκτυλέ μου».
Γράμμα στη μητέρα, και πάλι: Ο Πενταδάκτυλος ορθός τον δυναστεύει:
«Ο Πενταδάκτυλος μας κοιτάζει μ’ έναν τρόπο
και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας
όμως αυτός είναι εκεί, απέναντί μας
και δεν μπορεί να κρυβεί σαν το Μόρφου
και δεν μπορεί να κρυβεί σαν την Κερύνεια
και σαν την Αμμόχωστο
και λέει: «Λοιπόν;»
και μας ρωτά: «Λοιπόν;»
Πρώτη φορά η μαζεμένη πίκρα του ποιητή για τόσα και τόσα λιώνει σαν κεράκι μπροστά στο πρώτο του εγγόνι, Κώστα Μόντη:
Τζιειν’ το στομοσιειλούιν σου άμα χαμογελάσει!
Εν’ να ’δρωσεν τζι εξίδρωσεν ο Πλάστης να το πλάσει.
Εν’ να ’δρωσεν τζι εξίδρωσεν να σου το καταφέρει.
Λαλεί του Μικελάτζιελο «Δώσε τζι εσού ’να σιέρι(ν)!
Και σαν απευθύνεται στον Ύψιστο, μονολογεί:
Λοιπόν νομίζω πωςαν ο Ιησούς δεν ήταν Γιος του
μα εγγονός Τουδεν θα μας άφηνε να Τον σταυρώσουμε
κι ας γινόμαστε ό,τι θέλαμε.
Πανανθρώπινος πονά για τα παιδιά όλου του κόσμου, απευθυνόμενος και πάλι στη μητέρα:
Μητέρα, ο μικρός Άλη από τη Σομαλία
πέθανε χτες μ’ ένα διάχυτο θάνατο στην ατμόσφαιρα.
Μητέρα, εμάς μας απασχολεί τι θα γίνει
μ’ όλα αυτά τα σπιτάκια των παιδιών στην αμμουδιά
που τ’ άφησαν μέσα στη νύχτα,
που βυθίζονται μέσα στο νερό και στη νύχτα
που αναδύονται στο νερό και στη νύχτα
περιμένοντάς τα.
Πώς ν’ ανοίξει κανείς το κεφάλαιο κυπριακή ποίηση του Κώστα Μόντη χωρίς την Δροσούλα; Τρεις γενεές τώρα κάνει μάτια να βουρκώνουν.
Εν θα σου πω, Δροσούλλ’ αν σ’ αγαπώ
τζι ας κλαίσιν τα γρουσά σου τα μματούδκια
τζι ας βκαίννουσιν μισά που τον καμόν
τα παραπονημένα σου λοούδκια.
Εσού ’σαι ’νας αθθός της λεμονιάς
τζι εγιώνι τ’ ολοτζιίτρινον λεμόνι(ν)’
εσού ’σαι παναΰριν π’ αρκινά
τζι εγιώνι παναΰριν που τελειώννει.
Εν θα σου πω, Δροσούλλ’ αν σ’ αγαπώ
τζι ας κλαίσιν τα μματούδκια σ’ ομπροστά μου.
Κάλλιον τωρά να κλάψουν φανερά
παρά να κλαίσιν ύστερις κρυφά μου.
Χτυπημένος αλύπητα από το θάνατο, στο ερώτημα τι μπορεί να μας στηρίζει ώστε να ζούμε ξεχνώντας την ύπαρξη του θανάτου, για να έχει νόημα η ζωή μας, ο ποιητής απαντά: «Να βοηθήσουμε όσο μπορούμε να επικρατήσει στον κόσμο η αγάπη, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη».
Πίστη στην άλλη ζωή δεν υποστηρίζει ότι έχει. Σκιαγραφεί όμως την πιο ανθρώπινη Παναγιά που έχει ζωντανέψει η ποίηση, έτσι:
Η πιο καλή γειτόνισσα
η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα.
Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη
όποτε πας θαν’ πάντα μέσα να προσμένει
να της ανοίξης την καρδιά σου
τη λύπη να της πης και τη χαρά σου
κι απ’ το παλιό της πίσω το μανουάλι
να γνέφη «ναι» με το κεφάλι.
Με πάνω από εκατόν πενήντα τίτλους βιβλίων, ποίηση, θέατρο, μελέτες μυθιστόρημα, νουβέλες, σημαντική συμβολή σε ανθολογίες, πού να πρωτοσταθείς: Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, με έργα του μεταφρασμένα στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά, τιμημένος με τον τίτλο του «δαφνοστεφούς ποιητή» από την Παγκόσμια Ακαδημία Τεχνών και Πολιτισμού, το 1980, ανακηρυγμένος επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου το 1997 και του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2001, βραβευμένος για το μνημειώδες ιστορικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Ο αφέντης Μπατίστας», ο Μείζων Κώστας Μόντης , ο αφέντης των γραμμάτων, λέει: «Ο ποιητής αντλεί ζωή από τους άλλους και τη διοχετεύει στους άλλους».
Και οριοθετεί τις αντοχές του λαού μας μ’ αυτούς τους στίχους:
Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες
τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους
εμείς τζιαμαί, ελιές τζιαι τερατσιές
πάνω στον ρότσον τους.
Για όσα ανεκτίμητα πρόσφερε στην ποίηση, το θέατρο, τον πολιτισμό έχει ήδη αρθρώσει το λόγο της πανελλήνια η αναγνώριση. Κι ο μελετητής μόνο μ’ έναν τίτλο θα μπορούσε να δώσει όλη τη ζωή του: «Βγήκε από τις τραγωδίες που έζησε πιο άνθρωπος».
Αλέκα Γράβαρη-Πρέκα