Κλείνει σε λίγες μέρες η έκθεση με τα έργα του Χριστόφορου Σάββα στη ΣΠΕΛ. Σύντομα θ’ ακολουθήσει η μεταφορά τους στη Βενετία, όπου από τον Μάιο θ’ αποτελούν την επίσημη συμμετοχή της Κύπρου στην εκεί Μπιενάλε, με επιμελητή πάντα τον Ιταλό Γιάκοπο Κριβέλι Βισκόντι. Όπως ο ίδιος ανέφερε σε παλαιότερη συνέντευξή του, η γνωριμία του με την Κύπρο έγινε μέσα από τη δουλειά της Χάρις Επαμεινώνδα και του Χριστόδουλου Παναγιώτου, που έτυχε να δει σε κάποια έκθεση στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, έγινε η γνωριμία του με την Αντρέ Ζιβανάρη του «Point Centre for Contemporary Art» και στις αρχές του 2017 ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο, για να ετοιμάσει εκεί μια έκθεση με τίτλο «Completely Something Else», με Κύπριους και ξένους εικαστικούς. Στη συνέχεια, μπορούμε να υποθέσουμε πως έγινε και η γνωριμία του με τη Λούλη Μιχαηλίδου των Πολιτιστικών Υπηρεσιών στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το οποίο και έκανε αποδεκτή την πρόταση του Point Centre για τη συνδιοργάνωση μιας έκθεσης «ερευνητικού» χαρακτήρα, με θέμα το έργο και την ιστορική διαδρομή του Χριστόφορου Σάββα. Όπως κι έγινε, ή μάλλον γίνεται, αφού βρισκόμαστε στη μέση του όλου εγχειρήματος. Eξ ου και η ανάγκη για μια σύντομη ανακεφαλαίωση, που θα ήταν ελλιπής αν δεν περιελάμβανε κάποιες κριτικές αναφορές στις περιστάσεις και την συγκυρία που οδήγησε στο όψιμο ενδιαφέρον για το ιστορικό του έργου του Χριστόφορου Σάββα (1924-1968) και τους ατυχείς επιμνημόσυνους χειρισμούς που οδήγησαν στον αποκλεισμό των νεότερων Κυπρίων καλλιτεχνών από τη φετινή Μπιενάλε Βενετίας. 
 
Να το δηλώσουμε όμως εξ αρχής: Ουδέν μεμπτόν με την αλληλουχία των ως άνω «γνωριμιών» ή συστάσεων, αν αναλογιστούμε πως έτσι προκύπτουν και οι πιο ευτυχείς συγκυρίες, που οδηγούν καμιά φορά σε θαυμαστές συνέργειες και δικτυώσεις, πόσο μάλλον όταν αυτές αφορούν την κυπριακή τέχνη και την παραμελημένη ιστοριογραφία της, έναν επιστημονικό τομέα που εδώ και δεκαετίες παραπαίει αδίκως ανάμεσα σε αντικρουόμενες ταυτοτικές ανάγκες, τις κυπρογενείς πολιτειακές από τη μια, και τις εκάστοτε ευκταίες εθνοτικές από την άλλη, αν είναι να περιοριστούμε στις πολιτικώς ορθότερες διατυπώσεις. 
Ευτυχής, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως η συγκυρία που οδήγησε στην ενασχόληση ενός φαινομενικά αδέκαστου ξένου επιμελητή με το έργο του Χριστόφορου Σάββα, έστω κι αν η επικέντρωση στο έργο του σημαντικού αυτού πρωτεργάτη της σύγχρονης κυπριακής τέχνης επέφερε τον αποκλεισμό των ζώντων Κυπρίων καλλιτεχνών που προαναφέραμε. Πέρα όμως από αυτόν τον αθέμιτο, αχρείαστο κι ας ελπίσουμε παροδικό αποκλεισμό, υπήρξαν και οι αμφιβολίες που εκφράστηκαν από πολλούς σχετικά με τη γνωσιολογική επάρκεια του Γιάκοπο Κριβέλι Βισκόντι. Δυστυχώς, ο «ερευνητικός» χαρακτήρας της εμπλοκής του δεν κατάφερε να μετριάσει τις αμφιβολίες που εκφράστηκαν από διάφορους πανεπιστημιακούς. 
Ωστόσο, σ’ αυτό το προχωρημένο στάδιο θα πρέπει όλοι να υπερβούμε εαυτούς και να ευχηθούμε «κάθε επιτυχία» στην επικείμενη κυπριακή συμμετοχή στη Μπιενάλε, με την ελπίδα πως αυτές τις ενστάσεις θα ακολουθήσουν κάποιες συνολικότερες αποτιμήσεις, πέρα από τα συνήθη καλοπροαίρετα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Η συγκεκριμένη διεθνής συμμετοχή θα πρέπει να κριθεί ενδελεχώς, εκ του αποτελέσματος πια, πολύ δε περισσότερο τώρα που ξέρουμε πως τέτοια εγχειρήματα, «ερευνητικά» ή μη, κοστίζουν στο Δημόσιο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. 
Όντως, η καθιερωμένη συμμετοχή της Κύπρου στη Μπιενάλε Βενετίας είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις που το ΥΠΠΟ της Κύπρου εμφανίζεται γενναιόδωρο, ίσως γιατί αυτό επιβάλλει το πειθαναγκαστικό πλαίσιο της ad hoc πολιτιστικής διπλωματίας ενός ημικατεχόμενου και αμφισβητούμενου από την Τουρκία κράτους. Και καλά κάνει, μόνο που αυτό το «χουβαρνταλίκι» βρίσκεται σε αντίθεση με τον γενικότερο χρόνιο παραγκωνισμό του πολιτισμού, τις αισθητές περικοπές που οδήγησαν στην υποτονικότητα των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, την απουσία στοιχειωδών κτηριακών υποδομών και την ψηφιακή τεχνολογική ανεπάρκεια. Ειδικά δε σε ό,τι αφορά τη μελέτη της σύγχρονης κυπριακής τέχνης και την ιστοριογραφία, δεν συνάδει με τη δημοσιολογική ολιγωρία δεκαετιών, παρά το γεγονός πως πολλοί από τους αρμόδιους λειτουργούς διαθέτουν συναφή ακαδημαϊκά προσόντα.
Κι εδώ είναι που πρέπει να παρατηρήσουμε πως σ’ ένα κατ’ ευχήν «κανονικό κράτος», με ακαδημαϊκούς θεσμούς σε πλήρη ανάπτυξη, με μια όντως ανθηρή καλλιτεχνική κοινότητα, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν θα έπρεπε να λειτουργούν τόσο συγκυριακά, δίνοντας την εντύπωση στο κοινό πως υιοθετούν κάτω από ευνοιοκρατικές συνθήκες τις επιμελητικές μεθόδους και τα επιστημονικά υποδείγματα ενός εμβόλιμου επιμελητή, κάποιου που έτυχε να γνωρίσουν κατόπιν υποδείξεως ενός ιδιωτικού οργανισμού, όσο συμπαθής μπορεί να αποδεικνύεται τελικά ο Γιάκοπο Κριβέλι Βισκόντι, ή οι Γερμανοί συνεπίκουροί του στην πραγματοποίηση αυτής της έκθεσης κι όσο καταξιωμένο μπορεί να είναι στη συνείδησή μας το Point Centre της Αντρέ Ζιβανάρη. Μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε πως ο εν λόγω επιμελητής, με το πέρας της καλοπληρωμένης εντρύφησής του στον κυπριακό «μοντερνισμό», θα καταθέσει τα αποτελέσματα της «έρευνάς» του προς κρίση σε κάποιο ακαδημαϊκό ίδρυμα της αλλοδαπής, προς ίδιον όφελος, αλλά και προς όφελος της δικής μας ιστορικής αυτοσυνειδησίας, αν ποτέ θελήσουμε να τα μελετήσουμε. Μπορεί μάλιστα ν’ αποδειχτούν πιο χρήσιμα κι απ’ εκείνα των εντεταλμένων της ημεδαπής ακαδημίας, αυτών που αμφισβήτησαν εξ αρχής την καταλληλότητά του. 
Τα καλά όμως κόποις κτώνται και έχουν προφανώς το τίμημά τους. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε πως η συγκυριακή «ανυπομονησία» μας να ενδιατρίψουμε στον κυπριακό «μοντερνισμό» μέσα από το πρισματικό έργο του Χριστόφορου Σάββα θα μας κοστίσει. Και δυστυχώς, παρά την υπερβολική επιμέλεια, δεν είναι βέβαιο αν θα μπορέσουμε έτσι να συνδέσουμε επιτέλους την σύγχρονη κυπριακή Τέχνη μ’ εκείνα τα διανοητικά ρεύματα και τις δικτυώσεις που οδηγούν απευθείας στο ΜΟΜΑ… έστω, μέσω ΔΕΣΤΕ. 
Τι οξύμωρο όμως κι αυτό! Μια φρούδη προοπτική που σίγουρα δεν θα ενέπνεε ένα πηγαίο φορέα του μοντερνισμού, όπως υπήρξε ο φετινός τιμώμενος.