«Αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι!». Ήρθε το σύνθημα και με βάρεσε κατακούτελα. Όχι τόσο επειδή θίχτηκα, αλλά που γίναμε θέαμα στο κατάμεστο ισόγειο του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου. Οι άνθρωποι της πρεσβείας, από ευγένεια προφανώς, οπισθοχώρησαν και με άφησαν μόνο απέναντι στις μαινόμενες γραίες. «Ντροπή σου!» είπε η Κουλλίτσα Κυριακού, ενώ η Ευγενία η Καλαμαρού με τον μελοδραματισμό που την χαρακτηρίζει έριξε στα πόδια μου το λευκό της μαντίλι. «Επελλάνετε μας πιον με την Ιουλία» πετάχτηκε από δίπλα η Ελλού… «Ο Προυστ τζιαι ο Προυστ! Λαλείς τζιαι εμείς εν είμαστεν άξιες να απαντήσουμεν. Να του πεις τούτου του κυρίου Προυστ αντροπή του!». Ξαφνικά θορυβήθηκε η Καλαμαρού ότι θα γίνουν ομαδικώς ρόμπα και παρενέβη διακριτικά: «Δεν υπάρχει Προυστ καλή μου» της ψιθύρισε στο αφτί. «Γιατί, τι έπαθεν;». «Απέθανε». «Μα πότε;». Ευτυχώς ένα σαρκαστικό γέλιο διέκοψε τον άβολο διάλογο…
Η Ιουλία Παλαιολόγου Ουίλσον παρακολουθούσε από απόσταση τα τεκταινόμενα και παρά το αυστηρό της ύφος φαινόταν να το διασκεδάζει. Προ ολίγων λεπτών είχε κάνει εντυπωσιακή είσοδο στην έκθεση «1940 – Πρόσωπα και Εικόνες» συγκεντρώνοντας ως συνήθως επάνω της βλέμματα φθόνου αλλά και θαυμασμού. Το Pierre Balmain παλτό της –μια «πειραγμένη στρατιωτική χλαίνη με χρυσά κομβία- και τα στρογγυλά 40’s γυαλιά της, ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητα μέσα σ’ εκείνο το μουντό πλήθος. «Είστε συγκλονιστική» την κομπλιμεντάρισε μια υπέρκομψη ψηλή της νεότερης γενιάς, αναγνωρίζοντας τον στυλιστικό συμβολισμό. «Φόρος τιμής στη γυναίκα της Πίνδου, πλην όμως με ένα κάποιο στυλ» της απήντησε η χήρα κι ευθύς στράφηκε προς το μέρος μου καθώς τα ρεζιλίκια με τις διαμαρτυρόμενες δεν είχαν τελειώσει ακόμα.
Γιατί να απαντήσει η Ιουλία στο ερωτηματολόγιο του Προυστ; Αυτό οδήγησε το καρέ του Αγίου Ανδρέα σε εμφύλιο σπαραγμό! Ακόμα και η Ελλού περιφερόταν ωρυόμενη «Εν είμαι γεναίκα εγιώ;». Για να μη γίνουμε εντελώς ρεζίλι, σε όλο εκείνο τον κόσμο που περίμενε τον Πρόεδρο για να κάνει τα εγκαίνια, τους ένευσα να βγούμε στο προαύλιο. Έβγαλα το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι κι έθεσα το πρώτο ερώτημα. Όλ’ αυτά βεβαίως, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Ιουλίας που παρακολουθούσε σιωπηλή από μικρή απόσταση…
Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτό τον καιρό; «Έχω πάθει εξάρτηση» απάντησε η Κουλλίτσα, ως φύσει και θέσει του ελαφρολαϊκού. «Από ποιον;» τόλμησα να υποβάλω τη διευκρινιστική ερώτηση. «Από τον Αβέρωφ μάνα μου» ομολόγησε η Καλαμαρού. «Η ζωή μας πλέον έχει γίνει μονοθεματική. Πάθαμε Φουλλίαση!». Η απόλυτη ευτυχία για εσάς είναι… «Που έβρεξεν τζιαι έχουμεν αγρέλια για να τα κάμνουμεν με τ’ αυκά» πετάχτηκε η Ελλού. Η Καλαμαρού αναγκάστηκε να παρέμβει και πάλι υποδεικνύοντάς της ότι «Δεν είναι αυτό το πνεύμα του Προυστ καλή μου». «Ο Προυστ τζιαι ο Προυστ! Παρετάτε με σιόρ» ξέσπασε η Ελλού και αποχώρησε. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας; Να μην υποστούμε το μπούλινγκ που δέχεται ο Αβέρωφ από τον Άντρο. Και να μη φτάσουμε ποτέ στο σημείο να αρθρώσουμε δημόσια «ας με πει και κοντό…» Ποιο εν ζωή πρόσωπο εκτιμάτε περισσότερο; Την Τζέιν Χολ Λουτ. Που έκανε τόσο δρόμο για να κάτσει λιγότερο από 24 ώρες και όταν ρώτησε «κάνα νέο;» ο δικός μας και ο απέναντι τής απάντησαν «να, μωρέ, τα ίδια…». Τι εκτιμάτε περισσότερο στους φίλους σας; Την ανιδιοτέλεια! Πώς η Ειρήνη Χαραλαμπίδου δουλεύει για την υποψηφιότητα του Γιώργου Γεωργίου φέρνοντάς τον πρώτο σε εκλεξιμότητα; Αυτό! Ποιο είναι το αγαπημένο σας ταξίδι; Στο μυαλό του Δημήτρη Συλλούρη. Περιπέτεια σ’ ένα απέραντο τοπίο στην ομίχλη. Πότε κλάψατε για τελευταία φορά; Με την αποχώρηση της Χρυσταλλούς. Μας κόστισε κάτι τις παραπάνω αλλά την ευχαριστηθήκαμε. Συν το ότι τα μες μαλλιά, θέλουμε να ελπίζουμε, έκλεισαν οριστικά τον ιστορικό τους κύκλο. Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόφθεγμα; «Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό» τις πρόλαβε η Ιουλία, κοιτώντας προς την είσοδο όπου ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους.
«Αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από όσα μας χωρίζουν» είπε η χήρα εκμεταλλευόμενη την αμηχανία τους. «Πρώτες μεταξύ ίσων» ψιθύρισε η Καλαμαρού, από μια ανάγκη να πει κάτι ηρωικό σε κείνο το μέρος που τις στοίχειωνε το παρελθόν και η ματαιοδοξία τους έμοιαζε ξαφνικά τόσο ανώφελη. Βγήκαν στην οδό Λυκούργου πιασμένες χέρι με χέρι. Ώσπου μούσκεψαν οι σταγόνες τα πρόσωπά τους… «Βρέχει;» αναρωτήθηκε η Κουλλίτσα. «Όχι, είναι η συγκίνηση» είπε η Ιουλία κοιτώντας ψηλά. «Γι’ αυτό το ξανασμίξιμο, δάκρυσαν και τα ντουβάρια».