KAΘΩΣ στη Βουλή των Ελλήνων -πάλι- θα ξαγρυπνούν σε βιαστικές επιψηφίσεις παλαιομνημονιακοί τε και νεομνημονιακοί, στην επώδυνή μας αναπόληση παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, αφού η… αναδίπλωση μάς κυνηγά αδιάλειπτα, όσο περίταχνα και αν ντύνεται στην εκφορά της, νοηματικά παραπλανητική ως να μην παρήλθαν δεκαετίες από τη χουντοκρατία:
— Αι ημέτεραι δυνάμεις αναδιπλούνται ομαλώς –ανώμαλα, κατακρίβειαν.
Τέσσερις δεκαετίες από τον Αύγουστο του ’74 είναι περίπου τα τρία τέταρτα της ζωής όσων βρέθηκαν εκείνο τον Δεκαπενταύγουστο επιστρατευμένοι και διπλοπροδομένοι στην ανημπόρια της ταπεινωτικής αναδίπλωσης. Πολλές οι νύχτες που φαράσσει τον ύπνο τους η ίδια σκηνή: Οι όλμοι να σφυρίζουν τρομακτικά, το κεφάλι στο έδαφος αλλά τα μάτια στον Ουρανό για τα αεροπλάνα που δεν ήρθαν, και το μοιραίο κτύπημα στο –ήδη καταρρακωμένο– ηθικό:
— Δυστυχώς, η Κύπρος είναι μακριά!
(Για ν’ απλώσει τα παρανοϊκά πλοκάμια της η ανθελληνική Χούντα… ήταν κοντά η Κύπρος!)
Μετρώντας, λοιπόν, τα μέλη μας, με ανοικτές τις πληγές της απώλειας και του εκτοπισμού, με τσαλακωμένα τα φτερά (ξαν)αρπάξαμε τη ζωή από τα μαλλιά στην πρώτη δεκαετία της επιβίωσης. Από τη Γενιά του Ανένδοτου πήρε η Γενιά του Πολυτεχνείου τους στίχους της Ελπίδας και της Αλλαγής, πίστεψε στο όραμα της Μεταπολίτευσης για μια Ελλάδα νέα που δεν θα ήταν μακριά την ώρα του ποδοβολητού των βαρβάρων, και… κοντά στην ώρα των πραξικοπημάτων…
Πλην, εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος στην καθημερινότητα της επιβίωσης, καταλυτικοί οι εξουσιαστικοί διάδρομοι που μάσησαν συντρόφους που (απο)ξεχάστηκαν στα μισά του δρόμου, επιτήδεια κοράκια επέδραμαν στο ανυπεράσπιστο και αποπροσανατολισμένο πλήθος των ανέστιων, και τα… υποκατάστατα έσμιξαν με τα κατεστημένα.