Την παθητική αντίσταση μπορεί να δίδαξε ο Μαχάτμα Γκάντι στους Ινδούς και να την εφάρμοσαν εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών, την χρησιμοποιήσαμε όμως κι εμείς με επιτυχία τον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Όταν ένας μικρός λαός κι αδύνατος δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη των όπλων του εχθρού κατακτητή και δεν έχει την αντίστοιχη πολεμική μηχανή του, τότε αποφασίζει να αντιστέκεται ηθικά και πραγματικά, μη υπακούοντας στα κελεύσματα του δυνάστη. Μπορεί να στερείται από υλικά αγαθά ή διασκεδάσεις ως λαός, αλλά τούτο γίνεται με δική του πρωτοβουλία και απόφαση. Δεν αγοράζει από τον εχθρό, δεν εκτελεί τα προστάγματά του, πάσχει παντοιοτρόπως αλλά είναι έτοιμος να πάθει, ελεύθερος και αξιοπρεπής. 
Την περίοδο του αγώνα του 1955-59 δεν ντυνόμασταν με αγγλικά κασμίρια, δεν αγοράζαμε αγγλικά προϊόντα, δεν βοηθούσαμε τον κατακτητή, δεν συνεργαζόμασταν μαζί του, είχαμε αποκόψει κάθε επαφή. Εκείνος ο δυνάστης, εμείς οι δυναστευόμενοι αλλά όχι ραγιάδες. Περήφανοι για την καταγωγή και τον πολιτισμό μας, αδικημένοι αλλά όχι υποταγμένοι.
Την άνοιξη του 1958 φυλλάδιο της ΕΟΚΑ εξηγούσε τι είναι παθητική αντίσταση και καλούσε σε παλλαϊκή αντίσταση ή «ολοκληρωτικό πόλεμο». «Με την εγκαρτέρηση και την απόφαση να υποστούμε οποιαδήποτε υλική ζημιά και στέρηση. Να στηρίξουμε το ντόπιο και να αρνηθούμε οτιδήποτε το εγγλέζικο».
«Για να ελευθερωθείς θα πρέπει να είσαι και πρόθυμος να πάθεις. Για να ελευθερωθείς πρέπει να είσαι εύψυχος και να μην αποφεύγεις  τους κινδύνους της μάχης». Αυτές είναι κλασικές αλήθειες. Εμείς όμως όλα τα αντιστρέψαμε. Βάλαμε πρώτα την καλοπέραση, την οικονομική άνοδο, την εκμετάλλευση ανθρώπων και καταστάσεων κι έτσι όλα θυσιάστηκαν στο βωμό της μετρήσιμης ύλης. Για να καταντήσουμε όμως έτσι, σημαίνει πως δεν είχαμε πνεύμα αντίστασης, τα παρατήσαμε σιγά σιγά και το μόνο που ξέρουμε είναι να κοροϊδεύουμε και τον μακροχρόνιο αγώνα, ενώ εκ των πραγμάτων ήταν  ο μόνος στον οποίο έπρεπε να εξασκηθούμε. 
Φτάσαμε στο σημείο να αποφεύγουμε τη στρατιωτική θητεία, βρίσκοντας παιδαριώδεις δικαιολογίες, την άμυνα να τη διαγράψουμε ως άσκοπη σπατάλη χρημάτων, μπαινοβγαίνουμε στα κατεχόμενα για ψώνια, διασκέδαση και διακοπές, ούτε περνά από το μυαλό μας πως, όπως άνοιξαν τις διόδους έτσι και μπορούν να τις κλείσουν οι οχτροί, ούτε ντρεπόμαστε να στεκόμαστε στη σειρά για να δώσουμε την ταυτότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα παράνομο όργανο. Έχει καταντήσει τόσο φυσικό το παράνομο, συναλλασσόμαστε στα κρυφά και στα φανερά με τον εχθρό, ανοίγουμε διόδους, τηλεπικοινωνούμε μέχρι σημείου να μας έχουν καταχωρήσει ως τουρκική επαρχία στα τηλεφωνικά δίχτυα, αν δεν παρακολουθήσουμε τουρκικό κινηματογραφικό έργο το βράδυ πάσχουμε από αϋπνίες, αν δεν πάρουμε τη δόση μας από δηλώσεις και απειλές των Τούρκων ή Τουρκοκυπρίων πολιτικών δεν γυρίζει η μέρα. 
Καταντήσαμε να ακούμε περισσότερες ειδήσεις για την Τουρκία παρά για την Ελλάδα, την Κύπρο, το παγκόσμιο. Μαζοχιστική αποδοχή των απειλών, από κάθε τσόγλανο. Μετρούμε τα παράνομα πλοία και τις παράνομες ενέργειές τους στην ΑΟΖ, το τραβά η νοοτροπία που μας έχουν καλλιεργήσει, χασικλήδες της τουρκοφροσύνης καταντήσαμε. 
Ας το παραδεχτούμε πλέον: Με συνομιλίες το Κυπριακό δεν λύνεται. Ύστερα από την πείρα των σαράντα πέντε χρόνων αν δεν το έχουν καταλάβει οι κομματάρχες μας, δεν αξίζουμε εμείς ως λαός τέτοια μοίρα, να υποχωρούμε, να προσφέρουμε συνεχώς στον Τούρκο και να μην κερδίζουμε τίποτε. 
Έχουμε υποστεί μια παράνομη εισβολή, έχουμε εκδιωχθεί από τα σπίτια και τις περιουσίες μας, έχουμε νεκρούς, αγνοούμενους, εγκλωβισμένους, χιλιάδες πρόσφυγες που έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους μη πρόσφυγες, γι’ αυτό ας μη χαίρονται οι της όποιας λύσης πως πεθαίνουμε εμείς και έτσι λύνεται το προσφυγικό και το περιουσιακό. Έχουμε παιδιά κι εγγόνια που διεκδικούν και θα διεκδικούν το δίκαιό μας. 
Η πρώτη απαίτηση όμως είναι η εξάσκηση στην παθητική αντίσταση και τούτο προϋποθέτει και την ανάλογη παιδεία, που από καιρό την έχουν γκρεμίσει οι αδαείς ιθύνοντες.