Οι γιαγιάδες μου, γεννήθηκαν επί Αγγλοκρατίας. Από την πλευρά του πατέρα σε ένα αμπελοχώρι στο βουνό και η άλλη, από την πλευρά της μητέρας σε μια πεδιάδα με ελαιώνες, ως πέρα στη θάλασσα.
 
Έφτασαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και έπειτα τον δεύτερο, κάποιοι συγχωριανοί τους μάλιστα έφυγαν εθελοντές, για να πολεμήσουν. Οι ίδιες πρόσφεραν τη βέρα και τον βαφτιστικό τους σταυρό στην εκστρατεία συλλογής χρημάτων για την Ελλάδα, παίρνοντας ένα τενεκεδένιο δαχτυλίδι, συχνά με χαραγμένο στέμμα, ως απόδειξη της δικής τους συμβολής.
 
Ενδιάμεσα των δύο μεγάλων πολέμων έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή και κάποιες δεκαετίες αργότερα τα Σεπτεμβριανά, στην Κωνσταντινούπολη του 55.
 
Ήρθαν τα πρώτα μηχανοκίνητα αμάξια στο νησί, ηλεκτροδοτήθηκαν τα χωριά τους. Στη ζωή τους μπήκε και η τηλεόραση απ’ όπου είδαν τον άνθρωπο να φτάνει ως στο φεγγάρι. Κάτι που ουδέποτε πίστεψαν.
 
Έζησαν τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, είδαν τη σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας να ανεμίζει το 60 και τη φρίκη των δικοινοτικών ταραχών, τις απελάσεις των Ελλήνων από την Πόλη. Οι γιαγιάδες δεν πήγαν γυμνάσιο για να μάθουν ιστορία αλλά περπατούσαν οι ίδιες μέσα στην ιστορία.
 
Έπειτα, τις βρήκε το πραξικόπημα της χούντας και η τουρκική εισβολή. Οι δικές μου είχαν την τύχη να μην ξεριζωθούν, όπως άλλες γιαγιάδες που βρέθηκαν στη μέση ηλικία πρόσφυγες, μακριά από τα χωριά, τα σπίτια και τα οικεία τους πρόσωπα.
 
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς και η Χιώτισσα, ήταν μέρος των παραμυθιών που μου διηγούνταν. Έσμιγαν με άλλα από βόρειες χώρες που μου διάβαζε η μητέρα. Έψαχνα μέσα από τον μύθο τις κρυμμένες αλήθειες, σκότωνα θεριά, λύκους και τους παιδικούς μου φόβους.
 
Οι γιαγιάδες μου έφυγαν «πλήρεις ημερών» όπως θα έγραφε ο επικήδειός τους, από τον οποίον γλύτωσαν, εφόσον τα χρόνια εκείνα δεν περίσσευαν τα λόγια, αποχαιρετούσαμε τους ανθρώπους μας σιωπηλά και ταπεινά, όπως ήταν κι η ζωή που είχαν ζήσει. Χωρίς να παινεύουμε τον εκλιπόντα με μεγάλα λόγια, αποσιωπώντας ελαττώματα και τυχόν παραστρατήματά του. 
 
Ήταν τα χρόνια εκείνα δύσκολα, με το ψωμί και το φαγητό, λιγοστά και μετρημένα. Άντεχαν τις στερήσεις αλλά και απολάμβαναν ό, τι τους προσφερόταν σε περιόδους αφθονίας ή σε μέρες γιορτής. Δεν γνώριζαν τη λέξη δίαιτα, την οποία πρωτάκουσαν τη δεκαετία του 60, όταν οι ηθοποιοί στις ελληνικές ταινίες, είχαν «μέση δαχτυλίδι». Θύμωναν με τις κόρες και τις νύμφες τους που για να τους μοιάσουν έκαναν δίαιτα, πεινούσαν και στερούνταν αγαθά όπως το ψωμί, το λάδι, τα μαγειρευτά φαγητά.
 
Βλέποντάς μας, από του ουρανού την πλατύτερα, γελούν με τις σημερινές γιαγιάδες, που τρέχουν σε διατροφολόγους και σε γυμναστήρια, όχι για λόγους υγείας, αλλά για να είναι «κοινωνικώς ορθές». Κάνουν μόνιμα δίαιτα, κάποιες μάλιστα πάσχουν από νευρική ανορεξία και άλλες από νευρική ορθορεξία, ένα νέο είδος ψυχικής διαταραχής. Στην προσπάθειά τους να κάνουν υγιεινή διατροφή, οι τελευταίες, δεν αποφεύγουν απλά και ορθά ζάχαρη, λίπη, ζωικά προϊόντα, ή άλλα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, αλλά φτάνουν στο σημείο να φοβούνται να φάνε σε εστιατόρια ή ακόμη και σε σπίτια φίλων, έχοντας αμφιβολίες ως προς τα υλικά ή τον τρόπο που τα φαγητά μαγειρεύτηκαν.
 
Πόσο χαριτωμένες οι γιαγιάδες Barbie, με τα μακριά-extensions ξανθά μαλλιά, το φρύδι tattoo, τις ψεύτικες βλεφαρίδες. Οι πλαστικοί χειρούργοι δεν προλαβαίνουν να τραβούν μάτια και μάγουλα και να φουσκώνουν χείλη και στήθη. Ντυμένες σαν εικοσάχρονες, επιδεικνύουν τα σμιλεμένα στα γυμναστήρια και στα χειρουργεία σώματά τους, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναρτώντας φωτογραφίες από πάρτι και γάμους. Φαουστικές φυσιογνωμίες, σαν θηλυκές Dorian Gray, θαυμάζουν την αψεγάδιαστη «εικόνα» τους, με την ψευδαίσθηση και τη ματαιοδοξία πως φαίνονται συνομήλικες με τη νεαρή νύμφη.
 
«Αφού έτσι νουν κουλιαντιρίζουν!» λεν οι γιαγιάδες μας με τα αόρατα φωτοστέφανα και τη δωρική ομορφιά, των οποίων κρατούμε την άφθαρτη εικόνα, που αναβλύζει φως, όπως αυτό που φώτιζε τα παιδικά μας χρόνια.
dena.toumazi@gmail.com
 
Φωτογραφία: Nelly’s, 1930, Νανούρισμα και θερισμός στην Ήπειρο