Στα τετράδια ιχνογραφίας κολλούσαμε με τη Νάτια αποκόμματα φωτογραφιών των αγαπημένων μας ηθοποιών και τραγουδιστών, τις οποίες μαζεύαμε από τα περιοδικά «Ο Ταχυδρόμος», «Γυναίκα», «Ρομάντζο» και το εφηβικό περιοδικό «Μανίνα». Στις πρώτες σελίδες βρίσκονταν αναμφίβολα η Αλίκη κι ο Δημήτρης, η Τζένη κι ο Καζάκος, ενώ ακολουθούσαν ο Κωνσταντάρας, ο Βουτσάς, ο Βέγγος και άλλοι κωμικοί με τους οποίους γελούσαμε μέχρι δακρύων με τον παπά. Τη μάμμα δεν τη θυμάμαι να γελά, αλλά να δακρύζει με ταινίες όπου έπαιζαν η Έλλη Λαμπέτη, η Ειρήνη Παππά, η Μελίνα, ο Χορν και ο Φούντας.
Σε ξεχωριστό τετράδιο, κολλούσαμε τους τραγουδιστές και τους συνθέτες όπως τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο ενώ σε ένα άλμπουμ τοποθετούσαμε προσεχτικά τα αυτόγραφα που είχαμε πάρει από κάποιους καλλιτέχνες, οι οποίοι είχαν δώσει παραστάσεις ή συναυλίες στο νησί. Θυμάμαι να κάνουμε ουρές με τους γονείς έξω από τα καμαρίνια τους. Ακόμη νιώθω τη θεϊκή εκείνη αίσθηση, όταν με αγκάλιασε η Αλίκη, με τύλιξε με το άρωμα και το άγγιγμά της ενώ μου έδινε ένα φιλί και έγραψε «Στη Δένα με αγάπη Αλίκη».
Ο Σταμάτης Κόκοτας ήταν ένας από τους αγαπημένους τραγουδιστές της οικογένειας μαζί με τον Μπιθικώτση. Είχαμε σχεδόν όλους τους δίσκους του, και πολλές φωτογραφίες του με τις λατρευτές φαβορίτες-παρπέττες στο συλλεκτικό τετράδιο. Τραγουδούσαμε μαζί του δίπλα από το πικ-απ, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση. Βράδια «σπαρμένα μάγια», όταν στον μοναδικό τηλεοπτικό σταθμό του νησιού έπαιζε ελληνική ταινία. Στο αυτοκίνητο μας δεν υπήρχε ραδιόφωνο, ούτε κασετόφωνο, μόνο μια κορνιζούλα με φωτογραφίες των δύο αδελφών με τυπωμένη την επιγραφή «Μπαμπά μην τρέχεις» κι εμείς τραγουδούσαμε Κόκοτα στις εκδρομές και στις διαδρομές μας στο βουνό.
Ο παπάς δεν έτρεχε ποτέ, ούτε η μητέρα, η κάθε τους κίνηση ήταν μετρημένη, όπως και όλα τα βήματα στη ζωή τους. Όπως η ίδια η ζωή τους! Πώς να εξασφαλίσουν και ν’ αποταμιεύσουν με σύνεση τα χρήματα για τις σπουδές και τα σπίτια, προίκα των κόρων, χωρίς ταυτόχρονα να τους λείψει τίποτα. Ήταν από φύσεως γενναιόδωροι με τους ανθρώπους, τους φίλους και τους συγγενείς, σε τραπέζια, γιορτές και ατέλειωτα κεράσματα. Ένα σπίτι ανοιχτό, δυο ανοιχτές καρδιές που ήταν πάντα κοντά σε όποιον τους είχε ανάγκη. Τα ταξίδια και τα περιττά έξοδα θα τα έκαναν αργότερα, βάσει του οικογενειακού προϋπολογισμού που ακολουθούσαν με πρόγραμμα και συνέπεια. Η μητέρα, υπάλληλος στην Οθωμανική Τράπεζα και αργότερα γραμματέας στο γραφείο του πατέρα, είχε κι αυτή τη δική της οικονομική συνεισφορά.

Μόνο που ο χρόνος τρέχει, βιάζεται πολλές φορές, προτρέχει, μας προλαβαίνει και ανατρέπει. Η μάμμα, της οποίας το αγαπημένο τραγούδι ήταν του Κόκοτα «Στου Όθωνα τα χρόνια» και το τραγουδούσαν με τον Αρτέμη, τον αδελφό της, «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη…» κτυπήθηκε νωρίς από μια ασθένεια. Ταξίδεψε μέχρι τη Μόσχα και το Λονδίνο για επεμβάσεις αλλά δεν πρόλαβε να πάει ποτέ Αθήνα για ν’ ανέβει στης Ακρόπολης τα μέρη που τόσο επιθυμούσε. Η γιαγιά Δέσποινα που μας φρόντιζε, κρατώντας το σπίτι και το νοικοκυριό κατά την απουσία των γονιών, τραγουδούσε από την άλλη το τραγούδι «Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου σ’ έναν δρόμο λασπωμένο, θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο, δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό» κάθε φορά που σκεφτόταν τον μικρότερο γιο της, τον φιλόλογο, ο οποίος παντρεύτηκε με μια ξένη-τσιγγάνα Ζιγκουάλα, που του έκανε συχνά τον βίο αβίωτο.
Με τη Ρομίνα, τη νέα μου φίλη, προσφυγοπούλα από την Αμμόχωστο, μοιραζόμασταν τα παιχνίδια μου και μαγνητοφωνούσαμε στο κασετόφωνο τις φωνές μας. Η Ρομίνα τραγουδούσε υπέροχα τον «Μπεκρή» του Κόκοτα. «Μου είχε πει γιατί οι άντρες κλαίνε, γιατί μεθάνε κάθε βράδυ μοναχοί». Της το είχε μάθει η κατά πολύ μεγαλύτερη ξαδέλφη της, η Λήδα, στο διαμερισματάκι της οποίας πηγαίναμε με τα πόδια. Μας έφτιαχνε πορτοκαλάδες ενώ η ίδια έπινε τον καφέ της καπνίζοντας αμέτρητα τσιγάρα. Διέκρινα πάντα μια θλίψη στο φαινομενικά γελαστό της πρόσωπο και στα θαλασσιά της μάτια. Είχε το ίδιο περήφανο και αισθησιακό βλέμμα όπως της μαυρομάτας Ειρήνης Παπά, που είχα δει στο ρόλο της χήρας στην ταινία του Κακογιάννη, «Αλέξης Ζορμπάς», που δεν σταμάτησα να βλέπω, εφόσον μοιάζει με ένα μακρόσυρτο οπτικοακουστικό ποίημα.
Η ζωή μου άρχισε με μουσική. Πρώτα νανουρίσματα από τη μάνα και τη γιαγιά, τα πουλάκια της αυλής μας, τα κουδουνίσματα από τα κοπάδια σαν ανεβαίναμε στο χωριό και ελληνική μουσική που γέμιζαν τη ζωή μας με ομορφιά και ποίηση. Μόνο στην Ελλάδα οι μεγάλοι ποιητές τραγουδιούνται από τον απλό λαό, έχοντας περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο του μέσου κατοίκου κι έχοντας γίνει βίωμα. Έτσι κι αλλιώς η απλή, καθημερινή ζωή του κάθε ανθρώπου, που αφουγκράζεται τη μουσική και τη φύση, είναι από μόνη της ποίηση.