Μια από τις πιο αυστηρές και ίσως η πιο αυστηρή ποινή στον ποινικό κώδικα και ποινική δικονομία της Κύπρου, είναι η ποινή ισόβιας φυλάκισης. Η ισόβια φυλάκιση προνοείται ως ποινή σε διάφορα ποινικά αδικήματα (φόνος, απόπειρα φόνου, πειρατεία, βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση / κακοποίηση, κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια κ.ά.) μόνο όμως το ποινικό αδίκημα του φόνου και της εσχάτης προδοσίας τιμωρούνται υποχρεωτικά με την ποινή της ισόβιας φυλάκισης. Δηλαδή το Δικαστήριο σε αυτές τις περιπτώσεις όταν αποφασίσει την καταδίκη του ατόμου ή αν το άτομο παραδεχτεί τη διάπραξη αυτών των αδικημάτων, το Δικαστήριο δεν έχει την οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια να επιβάλει διαφορετική ποινή από αυτή της ισόβιας φυλάκισης.
Στην Κύπρο η ισόβια φυλάκιση θεωρείται ότι είναι μια ποινή δια βίου, δηλαδή για το υπόλοιπο της ζωής του ατόμου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το άτομο θα παραμείνει στις Κεντρικές Φυλακές για το υπόλοιπο της ζωής του. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν είναι το Δικαστήριο που αποφασίζει πότε και αν θα μπορεί ένα άτομο να πάει ενώπιον του Συμβουλίου Αποφυλάκισης αλλά ο ίδιος ο νόμος. Σύμφωνα με τον περί Φυλακών Νόμο, όταν ένα άτομο καταδικαστεί σε μια φορά ισόβια φυλάκιση έχει το δικαίωμα στα 12 χρόνια να αιτηθεί την υπό όρους αποφυλάκισή του μέσω της διαδικασίας που προνοεί ο ίδιος ο Νόμος και θα εξετάσει το Συμβούλιο Αποφυλάκισης.
Σε περίπτωση που εγκριθεί το αίτημα του ατόμου από το Συμβούλιο και αφεθεί ελεύθερος υπό όρους, παραμένει να θεωρείται ισοβίτης ακόμα και όταν βρίσκεται εκτός της φυλακής. Αυτό σημαίνει ότι σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής του αν ο ισοβίτης παραβεί τον οποιοδήποτε όρο που είχε επιβληθεί από το Συμβούλιο, το άτομο αυτό θα επιστρέψει πίσω στις Κεντρικές Φυλακές.
Στις περιπτώσεις που το άτομο έχει καταδικαστεί σε πολλαπλές ποινές ισόβιας φυλάκισης (δυο και πάνω), αποτελεί ουσιαστικής διαφοράς αν μέσα από την απόφαση του Δικαστηρίου έχει αποφασιστεί ότι οι ισόβιες αυτές θα εκτιθούν διαδοχικά ή αν θα συντρέχουν. Όταν αποφασίζεται ότι οι ισόβιες ποινές θα συντρέχουν, τότε ενώπιον του Συμβουλίου Αποφυλάκισης μπορεί το άτομο να πάει στα 15 χρόνια. Το ίδιο ισχύει όταν υπάρχουν διάφορες ποινές οι οποίες θα εκτιθούν διαδοχικά και η μεγαλύτερη από αυτές τις ποινές είναι η ποινή ισόβιας. Στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο αποφασίζει ότι οι ποινές ισόβιας θα εκτιθούν διαδοχικά τότε το άτομο αυτό μπορεί να αιτηθεί την υπό όρους αποφυλάκισή του μόνο όταν παρέλθουν 25 χρόνια.
Σε όλες τις περιπτώσεις, το άτομο παραμένει ισοβίτης για όλη του τη ζωή εκτός και αν του δοθεί χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα.
Όλες οι αιτήσεις ενώπιον του Συμβουλίου Αποφυλάκισης απορρίπτονται αυτόματα όταν αυτές καταχωρούνται πριν την προβλεπόμενη ώρα που προνοεί ο νόμος και σε περίπτωση που αυτές εξεταστούν στην ουσία τους από το Συμβούλιο Αποφυλάκισης και απορριφθούν, τότε το άτομο έχει δικαίωμα να ξανακάνει αίτηση όταν περάσει ένας χρόνος από την ημέρα απόρριψης. Η απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλάκισης αποτελεί διοικητική πράξη και το άτομο μπορεί να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο σε περίπτωση που διαφωνεί με την οποιαδήποτε πτυχή αυτής.
*Δικηγόρος Φοίβος Χρ. Κληρίδης &Συνεργάτες ΔΕΠΕ