Υπάρχει μια διαδεδομένη ιρλανδική πρόποση- ευχή που πάει κάπως έτσι: «είθε να πεθάνεις στο κρεβάτι στα 95, πυροβολημένος από ζηλιάρη σύζυγο». Το να εύχεσαι σε κάποιον να τα κακαρώσει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν είναι και ό,τι κομψότερο, ωστόσο οι φύσει αυτοσαρκαστικοί Ιρλανδοί βρήκαν τον τρόπο να υπονοήσουν σκωπτικά ότι ο μόνος τρόπος να ξορκίσεις το αναπόφευκτο του θανάτου είναι να έχεις μια γεμάτη ζωή.

Υπό αυτή την έννοια και με αφορμή το θανατικό –επωνύμων- που έπεσε αλλεπάλληλα τις τελευταίες μέρες, ο φτωχός μου νους ζορίζεται να κατανοήσει τους οδυρμούς, τους θρήνους, το βαρύ πένθος που απλώθηκε για ανθρώπους που όχι μόνο ολοκλήρωσαν τον βίο και την πολιτεία τους πλήρεις ημερών, αλλά έζησαν μυθιστορηματικά και πρόκαμαν ν’ απασχολήσουν τα κιτάπια της ιστορίας, να καταλείψουν ένα αξιοσημείωτο έργο, μια κληρονομιά για τους επόμενους.

Φυσικά, για τους πολύ στενούς τους ανθρώπους η απώλεια είναι πάντοτε απώλεια. Και η διαχείρισή της προϋποθέτει τακτ. Και πάλι, όμως, αυτή η τελετουργική θλίψη του αποχωρισμού προφανώς και αφορά μόνο τους ζωντανούς. Είναι απότοκο του δέους μπροστά στην ιδέα του δικού τους θανάτου. «Η καμπάνα χτυπάει για σένα» υπενθυμίζει ο Τζον Ντον. 

Ίσως αυτή τη στιγμή κάποιοι από σας που διαβάζετε αυτές τις γραμμές να κουνιέστε από τη θέση σας, όμως, ειλικρινά θεωρώ ότι το θέμα της σημερινής στήλης είναι πολύ ευχάριστο: η ζωή. Όχι η ζωή εν τάφω, αλλά η ζωή πριν τον τάφο. Η ζωή πριν κι όχι η ζωή μετά θάνατον κι εκεί είναι που πρέπει να δώσουμε το βάρος.

Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα πιο πολύ από τον θάνατο με τρομάζει η ιδέα της αθανασίας. Αυτής της ομορφονιάς που δεν την κέρδισε κανείς, που έλεγε κι ο Γκάτσος, που την αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές κι αυτή η άκαρδη «ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισε ποτές».

Μιας και ανέφερα «βασιλιάδες», όσο δημοκρατικός και δίκαιος κι αν θεωρείται ο θάνατος απέναντι σε όλους, το αβαντάζ που τους δίνει η ζωή μόνο και μόνο επειδή έτυχε να είναι παιδιά του μπαμπά ή της μάνας τους, τούς το δίνει και η παύση της. Η ιστορία είναι αρκετά γαλαντόμα μ’ αυτούς και η λειασμένη φήμη τους εξακολουθεί να παραμένει καρφωμένη για δεκαετίες και αιώνες σε περίοπτη θέση πάνω στον «πίνακα ανακοινώσεων». Προσωπικά, θεωρώ τον θεσμό της μοναρχίας όχι μόνο σκανδαλωδώς αναχρονιστικό, αλλά και προσβλητικό για τη νοημοσύνη, τη λογική, την ηθική, τη δικαιοσύνη, την ισότητα. Ωστόσο, είναι δύσκολο να προσπεράσω ότι για ένα φιλελεύθερο δυτικό κράτος αποτελεί θεσμό και συνταγματικά ο μονάρχης είναι και ο αρχηγός του κράτους.

Για την ακρίβεια, δεν είναι λίγες οι χώρες στην πολιτισμένη και προηγμένη Ευρώπη, πέραν της Βρετανίας, που διατηρούν τον θεσμό έστω και για διακοσμητικούς- τελετουργικούς λόγους. Ανάμεσά τους και μερικές από τις πιο ευκατάστατες: Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Δανία, Νορβηγία, Σουηδία. Ακόμη κι η Ιαπωνία. Μάλιστα, υπάρχουν 16 ανεξάρτητα κράτη στον κόσμο σήμερα που θεωρούνται κοινοπολιτειακά βασίλεια με επικεφαλής τον εκάστοτε μονάρχη του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο θάνατος της Ελισάβετ Β’ έφερε και πάλι στο προσκήνιο τις προεκτάσεις αυτού του ανεκδιήγητου θεσμού, με τους εκπροσώπους του και τους συγγενείς τους να ζουν κληρονομικώ δικαιώματι σε μια παράλληλη πραγματικότητα. Μπορεί σήμερα να θυμίζει περασμένα αποικιοκρατικά μεγαλεία, αλλά μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα ήταν η πιο κοινή μορφή διακυβέρνησης.

Μια αγγλική παροιμία λέει ότι ο θάνατος πάντα έρχεται ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά. Για τον πατέρα της Ελισάβετ ήρθε μάλλον νωρίς, στα 57 του, γεγονός όμως που επέτρεψε στην κόρη του να βασιλέψει για 70 χρόνια, αλλάζοντας αμέτρητα καπέλα. Λεκέδες στο σκήπτρο της είχε κάμποσους, αλλά αυτή η χαιρεκακία που βγήκε από Κύπρο μεριά όταν απεβίωσε επειδή, λέει, δεν έδωσε χάρη στους νεαρούς αγωνιστές πριν από 65 χρόνια, μου φάνηκε κομματάκι φαιδρή. Πώς μπορείς να πανηγυρίζεις, να βρίσκεις ψήγματα δικαίωσης και εκδίκησης, από την τελευτή ενός ανθρώπου που επήλθε σε βαθιά γεράματα και πάνω σε χρυσοποίκιλτα σεντόνια; Αυτό δεν είναι τιμωρία, είναι ευλογία.

Γιατί λοιπόν να θρηνούμε τον θάνατο ανθρώπων όπως η Ειρήνη Παπά, ο Κώστας Καζάκος, ο Δημήτρης Παντερμαλής ή ο Ζαν- Λικ Γκοντάρ; Εκτός από ευλογία, ένας τέτοιος θάνατος είναι και μια ευκαιρία για απολογισμό. Να ζυγίσουν οι ζώντες την αξία του τεθνεώτος. Για την Παπά θυμηθήκαμε ότι δοξάστηκε στο εξωτερικό κι όχι στην Ελλάδα, ότι έπαιξε στην Επίδαυρο μια φορά κι αυτή με τον ΘΟΚ. Σαν να αναγνωρίστηκε η τεράστια αδικία μετά θάνατον. Κι ο Γκοντάρ; Θυμάμαι ότι είχα εκπλαγεί τις τελευταίες φορές που αναλογίστηκα ότι ακόμα ζούσε. Άλλαξε τον κινηματογράφο, το τεράστιο έργο του τον ξεπέρασε. Και πόσο θα πήγαινε ακόμη αν δεν αποφάσιζε να αποχωρήσει οικειοθελώς; Έναν τέτοιον άνθρωπο είναι για να τον θρηνείς; Δεν τον βρήκε κάποιο κακό. Απλώς, τελείωσε. Να λυπάστε αυτούς που ζουν τον θάνατό τους και πεθαίνουν τη ζωή τους.   

Εκτός από μήτρα όλων των θρησκειών, ο θάνατος είναι η μήτρα του ίδιου του πολιτισμού. Η πιο γόνιμη μούσα. Δεν ξέρω τι θα κάναμε χωρίς αυτόν, αν θα είχε νόημα η ζωή. Αν θα ήταν «ζωή». Δεν είναι το αντίθετο της ζήσης. Είναι η κατακλείδα της. «Ο θάνατος ουδέν προς ημάς» έλεγε ο παππούς Επίκουρος και ο θείος Γούντι (Άλεν) παράφραζε: δεν θα είμαστε εκεί όταν θα συμβεί.

Έτσι κι αλλιώς, μια μέρα όλα θα γίνουν ποίηση.

Ελεύθερα, 18.9.2022