Δεν είναι ευρέως γνωστό, ότι πολλοί πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής είχαν καταφύγει στην Κύπρο, όπου έτυχαν εγκάρδιας υποδοχής από τον υπόδουλο λαό του νησιού. Σε αντίθεση με την απαξιωτική αντιμετώπιση[1] που εισέπρατταν στις πλείστες των περιπτώσεων, όσοι κατέφυγαν στην ‘’μητέρα πατρίδα’’, οι Κύπριοι, αν και υπήκοοι της Μεγάλης Βρετανίας, τους υποδέχτηκαν σαν αδέρφια, παρα τις αυστηρές απαγορεύσεις και τις απειλές των Άγγλων για βαριές κυρώσεις. Ο μηχανισμός που στήθηκε άμεσα και εκ του μηδενός, από τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό και από συλλόγους όπως των ‘’κυριών και δεσποινίδων’’ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ήταν συγκινητικός και θα μπορούσε να λειτουργούσε υποδειγματικά, ακόμη και για την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών των ημερών μας. Ωστόσο, η εγρήγορση με την οποίαν κινήθηκαν, είναι ενδεικτική της Ελληνικής εθνικής συνείδησης, που ήδη από την Τουρκοκρατία και ειδικότερα μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, είχε αρχίσει σταδιακά να οικοδομείται ανάμεσα στους Κυπρίους, για να κορυφωθεί ως συλλογικό αίτημα στα χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ[2], όπου ακόμη και οι τοίχοι των σπιτιών, σε πόλεις και χωριά, μίλαγαν για την Ένωση. Ένα από τα πιο γνωστά συνθήματα των τοίχων : ‘’Την Ελλάδαν θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες’’, είχε εντυπωσιάσει και τον Γιώργο Σεφέρη, στο αρχείο του οποίου υπάρχει ακόμη η φωτογραφία αυτού του συνθήματος, που τράβηξε σε τοίχο σπιτιού στο χωριό Άλωνα της Πιτσιλιάς….
Η ένθερμη υποδοχή των προσφυγών αναστάτωσε τις Βρετανικές αρχές του νησιού που αποδέχονταν μόνον αυτούς που είχαν Βρετανική υπηκοότητα. Οι κυρώσεις που επέβαλαν και οι δυσβάσταχτοι, για τον απλό κόσμο, οικονομικοί όροι ήταν: «1ον. Να καταβληθή το ποσόν των 250 λιρών διά την εν τω λοιμοκαθαρτηρίω συντήρησιν των προσφύγων. 2ον. Να δοθώσι προσωπικαί εγγυήσεις διά το ποσόν 12.000 λιρών διά την συντήρησιν των προσφύγων τούτων επί εν έτος εν Κύπρω. Έκαστον δε άτομον δύναται να παράσχη εγγύησιν διά ποσόν ουχί κατώτερον των 100 λιρών και μη υπερβαίνον τας 1.000 λίρας». Τα πάντα, ακόμη και τα ξενοδοχεία, ακόμη και τα δωμάτια των Διοικητηρίων όπου κυρίως κατέφθαναν, ακόμη και τα πρόστιμα για την (αναγκαστική) καθυστέρηση του απόπλου των πλοίων κατά τη χρονοβόρα διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, έπρεπε να πληρωθούν από τους Έλληνες της Κύπρου.
Ενδεικτικά της βαθιάς θλίψης και του πένθους που κυριάρχησαν στην Κύπρο, ήταν και τα άρθρα των Κυπριακών εφημερίδων, που παρόλη τη λογοκρισία της Βρετανικής διακυβέρνησης, εξέφραζαν απερίφραστα την συγκίνηση τους: «Η θάλασσα ήτο γεμάτη πτώματα πλασμάτων τα οποία ελογχίζοντο από μαινομένους στρατιώτας, ή αλλόφρονα ερρίπτοντο εις αυτήν προτιμώντα τον πνιγμόν…παρείχε δε τα υγρά νώτα της διά να μεταφέρωνται επί αυτών άθλιοι και δύστυχοι ανθρώπιναι υπάρξεις από τον Τουρκικόν Αδην εις την γην» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακα, 7.9.1922). «Οι τραγικοί κύκλοι της Δαντικής κολάσεως ωχριούν προ του Σμυρναϊκού μαρτυρίου. Η παγκόσμιος ιστορία δεν ανέγραψε τραγικωτέραν σελίδα» («Σάλπιγξ» Λεμεσός, 9/22.9.1922). Η εξιστόρηση των γεγονότων στηριζόταν βασικά στις αφηγήσεις των ίδιων των προσφύγων, που περιέγραφαν με απόγνωση τις βιαιότητες της απανθρωποποίησης που έζησαν: «Είχον δε την ανατριχιαστικήν φρίκην να βλέπωσι παρά το τελωνείον [της Σμύρνης] σειράς όλας ανθρώπων με δεμένα χέρια και τας κεφαλάς αποκομμένας. […] «Οι πλείστοι εκ τούτων ευρίσκονται εις ελεεινήν κατάστασιν, ημίγυμνοι, με γυμνά πόδια και εις κατάστασιν τρόμου εκ των φρικωδών πικρών αναμνήσεων» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακας, 7.9.1922). «Μητέρες με τα μάτια των γεμάτα δάκρυα έσφιγγαν εις τας αγκάλας των τα βρέφη των, […] άλλαι με το πρόσωπον στυγνόν ητένιζον τον κόσμον με ένα βλέμμα απλανές και απολιθωμένον» («Σάλπιγξ» Λεμεσού, Νοέμβριος 1922). Δεν γνώριζαν βέβαια ότι κάπου πενήντα χρόνια μετά, οι ίδιες φρικαλεότητες θα συνέβαιναν και στους ίδιους στην Κύπρο.
Οι πρόσφυγες, (γύρω στις 2.500), έχοντας τη θερμή υποστήριξη και την καθοδήγηση των Ελλήνων της Κύπρου, σύντομα βρήκαν διάφορους τρόπους να επιβιώσουν, ενώ κάποιοι μάλιστα από αυτούς συμβάλλουν δυναμικά στον αγώνα για την απελευθέρωση. Ο βρακοφόρος πρόσφυγας στη φωτογραφία του 1929, δεν πούλαγε καρέκλες για να βγάζει το ψωμί του, όπως θα μπορούσε λογικά να υποθέσει κανείς. Είναι περιπλανώμενος καλαμαράς που εξασκούσε το σεβαστό επάγγελμα του γυρολόγου γραφιά. Περιφερόμενος στα σοκάκια και τις πλατείες, προσέφερε επί πληρωμή τις υπηρεσίες του, καθώς μπορούσε, στήνοντας τις καρέκλες του, μία για τον ίδιον και μία για τον πελάτη[3], να γράψει πάσης φύσεως επιστολές, συμβόλαια και βέβαια διαθήκες, ακολουθώντας την ίδια περίπου δουλειά που έκαναν οι λεγόμενοι ‘’νοτάριοι’’ στα χρόνια της Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας[4]. Ο καλαμαράς, καθώς έγραφε ότι του ζητούσαν, έπαιζε συχνά και το ρόλο του συμβουλάτορα για διάφορες υποθέσεις, για τη μοιρασιά για παράδειγμα, των περιουσιών ή για τη διαχείριση τους. Σε άλλες περιπτώσεις έπαιζε ακόμη και το ρόλο του ψυχολόγου, αφού ο λόγος ενός μορφωμένου ανθρώπου και γνώστη της θαυμαστής γλώσσας των Ελληνικών είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, τη στιγμή μάλιστα που οι Άγγλοι έκαναν τα πάντα για να αλλοτριώσουν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των Ελληνοκυπρίων.
Ο χαρακτηρισμός καλαμαράς, από τη λατινική λέξη calamaria (καλαμάρι) που προέρχεται από την αρχαία Ελληνική κάλαμος, συνδεόταν πάντα με την ιδιότητα του λόγιου ή έστω ενός μορφωμένου γραφιά.‘’Καλαμαράες’’, αποκαλούνταν από τις αρχές του 1900, οι εξ’ Ελλάδος δάσκαλοι και καθηγητές. Οι γυμνασιάρχες του Παγκύπριου γυμνασίου για παράδειγμα, από το 1893 μέχρι το 1936, ήταν όχι τυχαία, από την Ελλάδα. Έτσι αποκαλούν συχνά στην Κύπρο, ακόμη και σήμερα τους Ελλαδίτες, καθώς μιλούν ‘’καλαμαρίστικα’’, δηλαδή την Ελληνική γλώσσα όπως γράφεται και μαθαίνεται στα σχολεία και όχι την προφορική με την τοπική διάλεκτο. Το σημαντικό είναι ότι οι καλαμαράδες, είτε προέρχονταν από την Ελλάδα, είτε από την Μικρά Ασία, αντιμετωπίζονταν ως ζωντανοί φορείς του Ελληνισμού, κάτι που ενδυναμωνόταν συνεχώς, καθώς ο πόθος για την Ένωση με την μητέρα πατρίδα, γινόταν ολοένα και πιο επιτακτικό αίτημα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της βασιλείας της Ελισάβετ[5]. Τη φιγούρα της, την συναντούσες παντού, από τα γρόσια και όλα τα νομίσματα της Κύπρου μέχρι βέβαια και όλες τις κρατικές υπηρεσίες, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, αλλά ακόμη και σε πολλά αγροτικά σπίτια και μάλιστα δίπλα από τα πορτραίτα των αγωνιστών που εκτέλεσε, όπως παρουσιάζω σε πολλά έργα μου. Μια γιαγιά στην Πάχνα, ένα χωριό με ένθερμους υποστηρικτές της Ένωσης ακόμη και σήμερα, μου εξηγούσε γύρω στα τέλη του 1980, ότι η έγχρωμη (αξιοθαύμαστη τεχνολογία που κατείχαν οι Άγγλοι) αφίσα με την Βασίλισσα, καδραρισμένη σε χρυσή, έστω φτηνιάρικη κορνίζα, ήταν ένα ωραίο αντικείμενο στα αγροτόσπιτα όπου μεγάλωσε η ίδια και οι συνομήλικες της, με το οποίον είχαν συνδεθεί, γι’αυτό και δεν είχαν καμία πρόθεση να ξεκρεμάσουν. Πρόσθεταν απλά δίπλα και τις μαυρόασπρες, ευρείας κυκλοφορίας εκτυπώσεις, με τις φωτογραφίες των αγωνιστών που απαγχόνισε.
Μιλώντας για πορτραίτα και φωτογραφίες, το 1929, την ίδια χρονολογία κατά την οποίαν πόζαρε ο βρακοφόρος[6] γραφιάς, (η χρονολογία αναγράφεται στο πίσω μέρος της φωτογραφίας), η Αγγλική κυβέρνηση απορρίπτει το αίτημα των Κυπρίων για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, το οποίο είχε υποβάλει η Κυπριακή πρεσβεία στο Λονδίνο. Το εθνικό όραμα των Κυπρίων καταρρέει καθώς αποδεικνύεται ότι η εργατική κυβέρνηση της Βρετανίας είχε ταυτιστεί πλήρως με την πολιτική που ακολουθούσαν οι προηγούμενες συντηρητικές κυβερνήσεις. Η κατά διάφορους τρόπους ανάμειξη και συμβολή της Κύπρου στην Ελληνική επανάσταση, και ιδίως η συμμετοχή πολλών Ελλήνων Κυπρίων στις πολεμικές συγκρούσεις, τεκμηριώνει ότι οι Κύπριοι συνειδητά θεωρούσαν τους εαυτούς τους και το νησί τους τμήμα του Έθνους. Το 1830[7] ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος υποβάλλει ατελέσφορη έκκληση στον, εξ’ ημισείας Κύπριο (από την πλευρά της μητέρας του), Ιωάννη Καποδίστρια[8], ζητώντας του να αιτηθεί την ένταξη της Κύπρου στην Ελλάδα στις επικείμενες διαπραγματεύσεις του με Ευρωπαίους ηγέτες. Το 1915 η Βρετανία έκανε πρόταση στην Ελλάδα να παραχωρηθεί η Κύπρος, εάν εντασσόταν η Ελλάδα στο πλευρό της, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ και ο Αλέξανδρος Ζαΐμης απέρριψαν την ‘’προσφορά’’. Αργότερα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θα κωφεύσει και αυτός με τη σειρά του, στο αίτημα της Ένωσης…
Για την Ένωση, διατηρώ πολύ έντονη μια εικόνα της παιδικής μου ηλικίας, από την παρέλαση στη Λεμεσό, για τους εορτασμούς της 28ης Οκτωβρίου, λίγους μήνες πριν τον πόλεμο. Ο πατέρας[9] μου με είχε σηκώσει στους ώμους του για να δω πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, τη θεαματική μπάντα φιλαρμονικής των φουστανελάδων Άγγλων με τα Σκωτσέζικα κιλτ, που κλήθηκαν από τις Βρετανικές Βάσεις της Κύπρου, να προΐστανται της παρέλασης. Ήταν μια κίνηση, τιμής στη Βρετανία για την προσφορά της ως σύμμαχος στον αγώνα του 40, όπως μου εξήγησαν χωρίς καν να ρωτήσω, αλλά και να κατανοήσω πλήρως τι εννοούν! Σε αυτό που δεν πήρα ποτέ απάντηση, παρά τις απανωτές ερωτήσεις μου, αφού αντιλήφθηκα από την αναστάτωση του κοινού ότι η λέξη αυτή συνδεόταν με κάτι βαρυσήμαντο και σκανδαλώδες, ήταν τι σήμαινε η λέξη Ένωσις και γιατί την έγραφαν στα περιβραχιόνια τους οι μαθητές που παρέλαυναν πίσω από την Βρετανική μπάντα. Όταν γύρισα στο σπίτι, ζωγράφισα τη σκηνή αυτή με τους Σκωτσέζους μπροστά, τους μαθητές με τους ιστούς και τις Ελληνικές σημαίες να έπονται, ενώ στα πουκάμισα τους δεν παρέλειψα να φαίνεται ξεκάθαρα αυτή η μυθική και ακατανόητη λέξη: ΕΝΩΣΙΣ! Οι απορίες μου παρέμειναν αναπάντητες για αρκετό καιρό, καθώς κανείς δεν μου έδινε μια ικανοποιητική απάντηση για το νόημα αυτής της λέξης, που είχε την ικανότητα να αναστατώνει τον κόσμο. Ωστόσο η ζωγραφιά της παρέλασης κέρδισε το πρώτο βραβείο στον παιδικό διαγωνισμό ζωγραφικής του ΡΙΚ, εκείνη τη χρονιά. Συνέχισα να ζωγραφίζω και τα επόμενα χρόνια, σκηνές από τον πόλεμο, τα αντίσκηνα και τους πρόσφυγες και να παίρνω βραβεία σε παιδικούς διαγωνισμούς διαφόρων χωρών. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι η θεματολογία του πολέμου, τα αντίσκηνα και οι πρόσφυγες, όπως και οι ιστοί, αλλά και η Ένωσις, παρέμειναν εμμονικά από τότε, το κεντρικό σημείο αιχμής των έργων μου.
Παρεμφερείς σύνδεσμοι:
The two chairs project https://www.ica-sofia.org/en/ica-gallery/exhibitions/item/502-two-chairs-project
https://media.philenews.com/nikos-charalambides.m4v
[1] Τουρκόσπορους, τους αποκαλούσαν συνήθως, όπως και τους Κύπριους πρόσφυγες του 74.
[2] Η τριαντάχρονη Ελισάβετ είχε δείξει εξαρχής το σκληρό της πρόσωπο. Πέρα από την αδιαφορία στα απάνθρωπα βασανιστήρια κατά όσων δεν πειθαρχούσαν και βέβαια κατά των στρατευμένων αγωνιστών, στην περίπτωση ακόμη και του 19χρονου ‘’ποιητή του αγώνα’’, Ευαγόρα Παλληκάριδη, αδιαφόρησε πλήρως στα τόσα αιτήματα χάριτος για να μην απαγχονιστεί, αλλά να φυλακιστεί. Προσυπέγραψε ουσιαστικά και το κάψιμο του Γρηγόρη Αυξεντίου και τον απαγχονισμό άλλων 11 αγωνιστών τους οποίους ενταφίασαν άρον άρον, σε μέρος που παρέμενε για χρόνια εφτασφράγιστο μυστικό. Το 1993 η παρουσία της στην Κύπρο στέφτηκε με άγριες αποδοκιμασίες, ντροπιαστικές για την ίδια και πρωτοφανείς στην μακρά περίοδο της βασιλείας της.
[3] Ίσως η καρέκλα στον αριστερό ώμο του εικονιζόμενου, να χρησίμευε ως πτυσσόμενη επιφάνεια γραψίματος
[4] Πολλοί νοτάριοι είχαν μάλιστα και γνώσεις στενογραφίας, ώστε να γράφουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και να εξυπηρετούν όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες.
[5] Όταν στέφτηκε Βασίλισσα, οι Κύπριοι πανηγύριζαν, νομίζοντας ότι θα τύγχαναν ευνοϊκότερης τύχης. Μάλιστα κάποιες Λευκαρίτισες, της έστειλαν ένα τεράστιο Λευκαρίτικο κέντημα που φιλοτέχνησαν ειδικά για τον στέψη της. Επιστράφηκε ωστόσο στην Κύπρο με την αρνητική απάντηση της Βασίλισσας, η οποία όπως δήλωσε «δεν μπορούσε να το δεχτεί γιατί ήταν από ιδιώτες κι όχι από την Κυπριακή τοπική διοίκηση. Τα δώρα έπρεπε να τα λαμβάνει σε συλλογικό επίπεδο από τους υπηκόους της στο σύνολό τους….
[6] Η ιδέα απαθανάτισης της επαγγελματικής του δραστηριότητας ενδεχομένως να ήταν ένα εγχείρημα μάρκετινγκ της εποχής για προώθηση των υπηρεσιών του, μέσα από την εξοικείωση της φυσιογνωμίας του με υποψήφιους πελάτες.
[7] Η πρώτη εκδήλωση Ελλήνων Κυπρίων για ένωση, ήταν η διακήρυξη που εκδόθηκε στη Ρώμη στις 6 Δεκεμβρίου 1821, από ιεράρχες και προκρίτους που είχαν διαφύγει από το νησί, αφού είχαν σωθεί από τις εκτεταμένες σφαγές του Ιουλίου του ίδιου χρόνου.
[8] Τα επιφανή μέλη της Κυπριακής οικογένειας της Διαμαντίνας Γονέμη, μητέρας του Καποδίστρια, συμπεριλαμβάνονταν στην αριστοκρατική κοινωνία της Κέρκυρας και ήταν εγγεγραμμένοι στη «Χρυσή Βίβλο» (Libro D’Oro) από το 1606, όπως βέβαια και τα μέλη της οικογένειας από την οποίαν καταγόταν ο πατέρας του, Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας, έγκριτος νομικός και πολιτικός, καθώς και εκπρόσωπος της Κέρκυρας στην Υψηλή Πύλη.
[9] Λίγους μήνες μετά, το 74, είχαμε φύγει οικογενειακώς από τη Λεμεσό και έπειτα από δεκαετίες, η επιθυμία του πατέρα μου να ταφεί εκεί, με έφερε ξανά πίσω έστω για μία μέρα, σε μία παντελώς άγνωστη πόλη.