Η σύμβαση εκχώρησης δικαιώματος παρέχει στον εκδοχέα τα δικαιώματα του εκχωρητή που απορρέουν από αγοραπωλητήριο ή ασφαλιστήριο έγγραφο ή άλλη σύμβαση, με αποτέλεσμα ο εκχωρητής, εκεί όπου επιθυμεί λόγω των περιστάσεων, να εγείρει αγωγή, να χρειάζεται τη συγκατάθεση του εκδοχέα για να τον προσθέσει ως ενάγοντα στην αγωγή. Εάν ο εκδοχέας αρνείται να δώσει τη συγκατάθεση του, ο εκχωρητής μπορεί να τον συνενώσει ως εναγόμενο, αλλά ενδεχομένως το δικαστήριο να μην επιτρέψει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή χωρίς τη συνένωση του εκδοχέα. Ο εκχωρητής, για να προστατεύσει το δικαίωμα του για έγερση αγωγής, οφείλει να το διαφυλάξει στη σύμβαση εκχώρησης, ώστε ο εκδοχέας να μη μπορεί να αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεση του. Η σύμβαση εκχώρησης χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις παραχώρησης δανείου για αγορά ακινήτου ως εξασφάλιση της αποπληρωμής πέραν της υποθήκης. Εάν τυχόν υπάρξει διαφορά μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή, τότε ο αγοραστής ως εκχωρητής δεν μπορεί από μόνος του να εγείρει αγωγή εναντίον του πωλητή παρά μόνο με τη συγκατάθεση της τράπεζας για προσθήκη της ως ενάγοντα στην αγωγή. Αρκετές αγωγές απορρίφθηκαν για το λόγο ότι ο εκχωρητής δεν είχε δικαίωμα έγερσης της αγωγής λόγω της εκχώρησης.
Μια τέτοια εκχώρηση δικαιωμάτων θεωρείται απόλυτη, παρόλο που στην περίπτωση του αγοραστή, αυτός διατηρεί την κατοχή και χρήση του ακινήτου και τυγχάνει εμπιστευματοδόχος της τράπεζας μέχρι την εξόφληση του δανείου και την απαλλαγή του από την εκχώρηση. Παρόμοια είναι και η περίπτωση της ασφάλειας ζωής όπου ο εκχωρητής καταβάλλει τα ασφάλιστρα, αλλά δικαιούχος των δικαιωμάτων του είναι ο εκδοχέας, δηλαδή η τράπεζα που του χορήγησε το δάνειο. Είναι νομολογημένο ότι το δικαίωμα ειδικής εκτέλεσης, όπως και το δικαίωμα είσπραξης του ποσού της ασφαλιστικής κάλυψης, ανήκει στην τράπεζα ως εκδοχέας των δικαιωμάτων που παραχωρήθηκαν προς αυτήν και ο αγοραστής, καίτοι διατηρεί την κατοχή ή επήλθε το γεγονός που καλύπτεται ασφαλιστικά, να μη δύναται να εισπράξει το ποσό της ασφάλισης.
Στην περίπτωση της απόλυτης εκχώρησης ολόκληρης της οφειλής, όπως συμβαίνει για τα ωφελήματα από ασφαλιστικό έγγραφο που απολύτως εκχωρήθηκαν σε τράπεζα για παροχή στεγαστικού δανείου στον εκχωρητή και κατ’ επέκταση του νομικού αντικειμένου της αγωγής, το δικαίωμα αγωγής το έχει πλέον ο εκδοχέας και όχι ο εκχωρητής. Αυτό το θέμα όπως και η νομιμοποίηση του εκχωρητή να εγείρει την αγωγή ως αντιπρόσωπος και εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα αναλύονται και απαντώνται από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση στην Π.Ε.325/2012 ημερ.20.1.2022. Ο Δικαστής κ. Τ.Θ. Οικονόμου που εξέδωσε την ομόφωνη απόφαση αναφέρθηκε στη νομολογία, τονίζοντας ότι η εκχώρηση (assignment) στην Κύπρο διέπεται από τις αρχές της επιείκειας από την οποία προέρχεται και ότι συνέπεια της εκχώρησης, εάν αυτή είναι απόλυτη (absolute), είναι η μεταβίβαση του χρέους και συνεπακόλουθα του αντίστοιχου αγώγιμου δικαιώματος (chose in action).
Υπήρξε επί του προκειμένου εκχώρηση των ωφελημάτων από ασφαλιστήριο έγγραφο στην τράπεζα για παροχή στεγαστικού δανείου και ο εκχωρητής απεβίωσε. Απαίτησαν την ασφάλεια ζωής τόσο οι κληρονόμοι του όσο και η τράπεζα, αλλά η ασφαλιστική εταιρεία επέστρεψε μόνο το ποσό που αντιστοιχούσε στα καταβληθέντα ασφάλιστρα, αρνούμενη να καταβάλει το ποσό της ασφάλειας, εγείροντας θέμα παράλειψης του ασφαλισμένου για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων κατά την υπογραφή της αίτησης ασφάλισης. Ακολούθησε αγωγή του διαχειριστή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία, πέραν του ζητήματος της κατ’ ισχυρισμό παράλειψης του ασφαλισμένου για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, ήγειρε και ζήτημα νομιμοποίησης του διαχειριστή ως ενάγοντα, ότι δηλαδή δεν είχε δικαίωμα αγωγής εναντίον της λόγω της εκχώρησης που είχε προβεί ο ασφαλισμένος προς την τράπεζα. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την προσθήκη της τράπεζας ως διαδίκου και επιλαμβανόμενο της αγωγής, την απέρριψε λόγω μη νομιμοποίησης του διαχειριστή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντίκρισε ορθά το ζήτημα. Ο εκχωρητής, αναφέρει, εφόσον εκχωρήσει απολύτως την απαίτηση που έχει εναντίον τρίτου, εκχωρεί και το νομικό αντικείμενο της αγωγής, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον ο ίδιος δικαίωμα να εγείρει την αγωγή προσωπικά, αλλά μόνο ως αποκαλυπτόμενος αντιπρόσωπος και εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα, στοιχείο που εν προκειμένω δεν υπήρχε ή δεν αποκαλύφθηκε. Ο διαχειριστής απώλεσε το νομικό δικαίωμα αγωγής εναντίον της ασφαλιστικής και εάν η διαχείριση πλήρωσε αχρεωστήτως οποιοδήποτε ποσό στην τράπεζα, θα μπορούσε ενδεχομένως να στραφεί εναντίον της.
* Δικηγόρος στη Λάρνακα