Η άδεια χρήσης ενός ακινήτου δημιουργεί στον αδειούχο μόνο δικαίωμα στη χρήση του και με αυτή δεν παραχωρείται η αποκλειστική κατοχή του. Το δικαίωμα αυτό είναι προσωποπαγές και απαντάται κυρίως σε συμφωνίες που η Δημοκρατία ή οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης συνάπτουν με πρόσωπα για τη χρήση του ακινήτου ως κατοικία ή επαγγελματική στέγη. Οι όροι της άδειας χρήσης καθορίζουν τον σκοπό της χρήσης του ακινήτου και περιέχουν απαγορεύσεις, όπως ο αδειούχος να μην επιτρέπει τη χρήση του για οποιοδήποτε άλλο σκοπό χωρίς την προηγούμενη άδεια του ιδιοκτήτη και να μην εκχωρεί, υπενοικιάζει ή παραχωρεί τη χρήση του σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Με τη λήξη της ισχύος της άδειας, ο αδειούχος υποχρεούται να αποδώσει το ακίνητο στον ιδιοκτήτη, με όλες τις βελτιώσεις που έγιναν και τα κτίρια που τυχόν ανεγέρθηκαν σε αυτό, χωρίς ο ιδιοκτήτης να υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης του αδειούχου για την αξία τους. Ρητά αναφέρεται στην άδεια ότι ο αδειούχος αναγνωρίζει ότι η ενέργεια του ιδιοκτήτη να επιτρέψει στον αδειούχο και τα μέλη της οικογένειας του να κατοικούν ή εργάζονται στο ακίνητο ουδόλως δημιουργεί σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή ή οποιοδήποτε δικαίωμα κατοχής ή αποζημίωσης του. 

Κατά κύριο λόγο, όταν πρόκειται για κατοικία, δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε αντάλλαγμα, αφού ο σκοπός της παραχώρησης της άδειας χρήσης είναι κοινωνικός. Η έννομη σχέση που δημιουργείται δεν συνιστά ενοικίαση και η άδεια χρήσης είναι ανακλητή και τερματίζεται με το θάνατο του αδειούχου. Η Δημοκρατία ή οι τοπικές αρχές ενδέχεται να αντιμετωπίσουν την άρνηση μελών της οικογένειας του αδειούχου να εγκαταλείψουν το ακίνητο διεκδικώντας δικαίωμα κατοχής του. Εναπόκειται στις ίδιες τις Αρχές κατά πόσο θα παραχωρήσουν νέα άδεια χρήσης σε οποιοδήποτε από τα μέλη της οικογένειας του αδειούχου. Τυχόν άρνηση τους σε αίτηση παραχώρησης άδειας χρήσης για το λόγο ότι δεν τηρούνται τα σχετικά κριτήρια παρέχει μόνο δικαίωμα στον αιτούντα να αποταθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο να ελέγξει την ορθότητα της απόφασης, αφού η άρνηση παραχώρησης εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. 

Η διεκδίκηση δικαιώματος από μέλος της οικογένειας του αδειούχου μετά το θάνατο του απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε η Δικαστής κα Τ. Ψαρά – Μιλτιάδου στην Π.Ε.196/2014 ημερ.15.2.2022, όπου πρωτόδικα η Δημοκρατία ως ιδιοκτήτρια κρατικής οικίας εξασφάλισε διάταγμα εναντίον του να άρει την παράνομη κατακράτηση ή επέμβαση του επί της κατοικίας και να την παραδώσει στη Δημοκρατία. Το μέλος της οικογένειας του αδειούχου υποστήριζε ότι η απόφαση της Δημοκρατίας να πάρει μέτρα έξωσης εναντίον του χωρίς πρώτα να ανακαλέσει την επίδικη άδεια χρήσης ήταν παράνομη και παραβίαζε το δικαίωμα του στην ειρηνική απόλαυση της κατοικίας. Η θέση της Δημοκρατίας ήταν ότι αυτός δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα επί της κατοικίας και το δικαίωμα άδειας χρήσης που είχε παραχωρηθεί στον αδειούχο έπαυσε να υφίσταται με το θάνατο του. 

Το βασικό επιχείρημα του εφεσείοντα μέλους της οικογένειας του αδειούχου ότι με βάση την άδεια χρήσης ήταν και ο ίδιος δικαιούχος αυτής δεν έγινε αποδεκτό, ούτε πρωτόδικα ούτε κατ’ έφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα αυτό καταρρέει από το ίδιο το περιεχόμενο της άδειας χρήσης, η οποία ως συμφωνία ήταν προσωποπαγής και υφίστατο μεταξύ της Δημοκρατίας και του πατέρα του εφεσείοντα. Το δικαίωμα διαμονής των άλλων προσώπων της οικογένειας που κατονομάζονταν δεν δημιουργούσε ανεξάρτητο τέτοιο δικαίωμα, αφού ακριβώς η διαμονή τους συναρτάτο με το πρόσωπο του δικαιούχου. Τονίζεται επίσης ότι ορθά παρατήρησε ο πρωτόδικος δικαστής ότι με το θάνατο του αδειούχου, εναπόκειτο στη Δημοκρατία, διά των αρμοδίων υπηρεσιών, να παραχωρήσουν ή μη άδεια χρήσης σε άλλο πρόσωπο της οικογένειας. Ο εφεσείοντας είχε υποβάλει στις αρμόδιες αρχές αίτημα να μεταβιβαστεί στο όνομα του η άδεια χρήσης, το οποίο απορρίφθηκε. 

Ως προς το άλλο επιχείρημα του εφεσείοντα ότι δεν στάλθηκε επιστολή για ανάκληση της άδειας, το Ανώτατο Δικαστήριο επιδοκίμασε την πρωτόδικη κρίση πως η άδεια χρήσης είχε τερματιστεί με το θάνατο του αδειούχου. Κατ’ επέκταση, εφόσον ο εφεσείοντας ουδέποτε κατέστη αδειούχος της επίδικης κατοικίας, δεν υπήρχε και η ανάλογη υποχρέωση του κράτους για ανάκληση οποιασδήποτε άδειας. Ήταν ξεκάθαρο πως επί της άδειας χρήσης δεν προνοήθηκε η μεταβίβαση της σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι ορθά κρίθηκε πρωτόδικα η στοιχειοθέτηση της παράνομης επέμβασης του εφεσείοντα και απέρριψε την έφεση.

* Δικηγόρος στη Λάρνακα