Πριν πολλά χρόνια και όταν ανακηρυσσόταν η Κυπριακή Δημοκρατία, επιβίωνε ένας γάιδαρος, πού ήταν πολύ υπομονετικός. Η ιδιοκτήτριά του, μια γυναίκα του χωριού, μια αντρογυναίκα, δούλευε σκληρά στους αγρούς και στα περιβόλια, με μόνη βοήθεια το γάιδαρό της. Χωρίς το γάιδαρό της δεν μπορούσε να κάνει τις δουλειές της και αυτό το ήξερε πάρα πολύ καλά. Γι’ αυτό και η ίδια τού συμπεριφερόταν σαν να ήταν το παιδί της και αυτή η μάνα του. Ήταν η μάνα που έπαιρνε τις βοήθειες από το παιδί της και το παιδί της τρεφόταν από τη μάνα, όπως κάνει δηλαδή η «Μάνα Πατρίδα» στα «παιδιά» της.
Ο γάιδαρος, νέος και δυνατός, έπαιρνε δυνάμεις και κουράγιο από τη Μάνα, για να τη βοηθά στα χωράφια ορεξάτος. Ανέβαινε φορτωμένος με τη σοδειά τα ανήφορα και τα βουνά, για να προσφέρει και αυτός στην οικογένεια, στο χωριό και στην κοινωνία και να παίρνει την αμοιβή του, λίγο φαγητό και λίγο άχυρο. Από τα χαράματα στη σκληρή δουλειά, μέχρι το ηλιοβασίλεμα και πάλι πίσω στον στάβλο για μια χούφτα άχυρο.
Η συνεισφορά του γάιδαρου ήταν ουσιαστική και αποτελεσματική, για να επιβιώνουν οι κοινωνίες, οι οργανισμοί, οι τράπεζες και οι εθνοσωτήρες, που αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτές. Οι συμμετέχοντες βελτίωναν τις θέσεις τους, έχοντας καθαρές προοπτικές ανάπτυξης και ευμάρειας, ενώ ο γάιδαρος εκεί, στο μεροκάματο, να εξυπηρετεί με αγάπη τη «Μάνα», για να πληρώνονται τα χρέη χωρίς καθυστερήσεις στους οργανισμούς, στις τράπεζες και τους εθνοσωτήρες, οι οποίοι γλεντοκοπούσαν στις πλάτες του γάιδαρου.
Τα χρόνια κυλούσαν, ο γάιδαρος ανέβαινε την ίδια ανηφόρα φορτωμένος, κουβαλώντας πιο βαρύ φορτίο, αλλά χρειαζόταν πιο πολλές ανάσες τούτη τη φορά, ενώ στην άλλη πλευρά περισσότεροι οργανισμοί φύτρωναν και πλούτιζαν. Συνέχιζαν το φαγοπότι, έπαιρναν απερίσκεπτους δρόμους και ακολουθούσαν τακτικές επέκτασης και πλουτισμού, που οδήγησαν το «Σύστημα της Ευμάρειας» να καταρρεύσει και να πάει χαμένη η δουλειά τόσων χρόνων όλων των γαϊδάρων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όμως, η «Μάνα Πατρίδα», παρόλο που όλα κατέρρεαν γύρω της, συνέχισε να ταΐζει τον γάιδαρο με την ίδια χούφτα άχυρο και να του προσφέρει ένα χάδι στον ιδρωμένο του λαιμό από τις ταλαιπωρίες της σκληρής δουλειάς.
Ο γάιδαρος γέρασε και όσο και να ήθελε να κουβαλήσει στην πλάτη του τη γερασμένη πια Μάνα, αυτή προτίμησε να τον τραβάει με το σχοινί, παρά να τον ταλαιπωρεί, ως ήταν γερασμένος, ακόμη και αν της ίδιας της πονούσαν τα πόδια. Οι δυο τους πήγαιναν μαζί στο χωράφι, όπως συνήθιζαν πάντα και η ίδια του μιλούσε κατά τη διαδρομή και κατά τη διάρκεια που μάζευε τα αμύγδαλα και τα σταφύλια, που και αυτά σιγά σιγά το «Σύστημα» τα εξάλειψε. Ο γάιδαρος άκουγε υπομονετικά και αν και δεν απαντούσε, ούτε και αντιδρούσε, τα καταλάβαινε όλα. Οι δυο μαζί επέστρεφαν κάθε βράδυ απογοητευμένοι, γιατί τόση δουλειά που έκαναν για τόσα χρόνια πήγαινε χαμένη.
Ένα πρωί ρώτησαν τη γερασμένη μάνα: «Τι τον θες το γάιδαρο; Mόνο έξοδα είναι και τίποτε περισσότερο. Γέρασε και δεν μπορεί να σου παράγει πια δουλειά». Και αυτή ήρεμα τους έλεγε ότι είναι ο πιστός της φίλος και σύντροφος. Αυτός που τόσα χρόνια την στήριζε, όπως τον υπήκοο, που στηρίζει την «Πατρίδα Μάνα». Αυτοί όμως δεν κατάλαβαν τι τους έλεγε και το πρωί της Κυριακής, που η γερασμένη μάνα παρακοιμήθηκε, φόρτωσαν τον γάιδαρο στο καρότσι και της άφησαν 20 ευρώ κάτω από το μαξιλάρι. Το καρότσι ακολούθησε την πορεία προς τον πλησιέστερο γκρεμό του χωριού. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, τον κατέβασαν από το καρότσι και χωρίς οποιονδήποτε δισταγμό ή ενοχή τον έριξαν στη χαράδρα, για να γίνει τελικά βορά στις γύπες, που τριγυρνούσαν στη γύρω περιοχή, αναμένοντας κάποιο ψοφίμι για να κορώσουν την πείνα τους. Ούτως η άλλως αυτή ήταν η συνήθης πρακτική στα παλιά χρόνια, όταν ήθελαν να ξεφορτωθούν τα γερασμένα γαϊδούρια. Αυτή ήταν τελικά η αμοιβή τους για τη μακρόχρονη προσφορά τους.
Αυτοί που στήριξαν τις ζωές τους στις πλάτες του γάιδαρου και έφτιαξαν οργανισμούς και τράπεζες με δύναμη, με τη δυναμική στήριξη των εθνοσωτήρων, απαιτούσαν δικαιώματα για χρέη που φόρτωναν κατά καιρούς στο γάιδαρο και που ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν. Ο γάιδαρος, που δεν επωφελήθηκε στη ζωή του από τις χαρές του πλούτου που συσσώρευαν οι δυνατοί εις βάρος του, όταν δεν είχε πλέον να προσφέρει κάτι άλλο πέραν αυτών που είχε προσφέρει τόσα χρόνια, κατέληξε βορά στις γύπες που τριγυρνούσαν ψηλά στον ουρανό. Αυτό έγινε γιατί οι δυνατοί δεν γνώριζαν τι να τον κάνουν πια, στα γεράματα, τώρα που δεν είχαν κάτι άλλο να πάρουν από τον ίδιο.
Ο γερασμένος γάιδαρος είναι καταδικασμένος να γίνει το έδεσμα για αδηφάγα αρπακτικά, παρόλο ότι τόσα χρόνια δούλευε σκληρά και έντιμα και πλήρωνε τα χρέη του. Τώρα, κανείς δεν του ανταποδίδει την αξία της δουλειάς του κι ούτε συμμερίζεται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Γι’ αυτό και τον ρίχνουν στους Εταίρους Συνεργάτες των οργανισμών και των τραπεζών να τον κατασπαράξουν, όπως οι γύπες στις χαράδρες του νεκροταφείου των γαϊδάρων.
Η γριά μάνα ξύπνησε και έκανε αυτό που έκανε κάθε πρωί. Πήρε μια χούφτα άχυρο στον γάιδαρο αλλά δεν τον βρήκε στον στάβλο και κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία της. Βγήκε στους δρόμους σαν χαμένη και του φώναζε, αλλά από μέσα της ένιωθε ότι κάτι είχε συμβεί και δε θα τον ξαναέβλεπε. Γύριζε στα σοκάκια του χωριού, τον έψαξε παντού και κάποια παιδάκια την έβλεπαν αμήχανα και δεν ήξεραν αν θα έπρεπε ή όχι να της πουν την αλήθεια. Το πιο μικρό από αυτά, με όλη την αθωότητά του, της είπε: «Γιαγιά, στις γύπες πήραν το γάιδαρό σου». Η γριά σπάραζε και έκλαιγε με λυγμούς: « Γιατί μου πήρατε τον γάιδαρο; Πώς θα φροντίσω πια τα χωράφια μου και τα δέντρα μου, αφού δεν έχω άλλον κανένα να δουλεύει σ’ αυτά; Τώρα, χωρίς τα δέντρα και τα λιγοστά εισοδήματα που παίρνω απ’ αυτά, τα χρέη δεν θα αποπληρώνονται. Θα μου πάρετε τα χωράφια μου, το μαντρί μου και το μικρό παλιόσπιτό μου. Θα μου τα πάρετε όλα!».
Το «Σύστημα» λειτούργησε σωστά με τους μισθοφόρους του αλλά δεν καταλογίζουμε το βάρος της ευθύνης του καθενός. Ίσως αυτός που είχε την ιδέα πως ο γάιδαρος θα έπρεπε να κατασπαραχτεί είχε τη μεγαλύτερη ευθύνη, ή αυτός που τον πήρε από το στάβλο του ή αυτός που τον κουβάλησε ή τον έσπρωξε στο γκρεμό. Όλοι τους όμως λένε ότι εκτελούσαν οδηγίες για χάριν του «Συστήματος», αλλά δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Στο κάτω κάτω, ο τελευταίος που σπρώχνει τον γάιδαρο στο γκρεμό είναι αυτός που βλέπει τα θλιμμένα του μάτια να τον ρωτούν άφωνα ‘γιατί; γιατί;» και έχει κάθε λόγο να υψώσει ανάστημα στους ιθύνοντες προκειμένου να αποδοθεί, έστω και αργοπορημένα, δίκαιη μεταχείριση.
Καθώς οι γύπες κατασπαράζουν το γαϊδουράκι της Μάνας, ας αναλογιστούμε πόσα χρόνια πέρασαν, πόσοι ιδρώτες χύθηκαν για να βγει το μεροκάματο και να πληρωθούν τα χρέη. Όσα και αν πληρώθηκαν, ποτέ δεν ήταν αρκετά για να ξοφληθούν τα χρέη και πάντα πονηρεύονταν τρόπους, αδίκως, να τα διογκώνουν και πώς το τίμημα να επιβαρύνει και πάλι τον γάιδαρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κι όλα αυτά εις βάρος της Οικονομίας, της Οικογένειας της Κοινωνίας, της «Πατρίδας Μάνας».
* (FCCA) Certified Public Accountant and Registered Auditor & Insolvency Practitioner