Αυτές τις μέρες βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε η εξόριστη Τουρκάλα συγγραφέας και δημοσιογράφος Ετζέ Τεμελκουράν, γνωστή από τα βιβλία που κυκλοφορούν στα Eλληνικά «Η μαγική πνοή των γυναικών» και «Τουρκία – Παραφροσύνη και μελαγχολία». Κι είπε διάφορα ενδιαφέροντα για την πατρίδα της, τη σημερινή κατάσταση και τους Έλληνες, από τα οποία ξεχωρίσαμε κάποια, όπως καταγράφηκαν σε ελληνικές ιστοσελίδες. 

Όταν μιλάς για πολιτική με τους οπαδούς του Ερντογάν στην Τουρκία είναι σαν να παίζεις σκάκι με περιστέρια. Τους ρωτάς κάτι σε σχέση με κάποια κακή απόφαση και δεν παίρνεις απάντηση. Τους ρωτάς για ένα συμβάν που σχετίζεται με την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σου απαντούν με κάτι τελείως άσχετο. Αντιστρέφουν το ερώτημα και σε αφήνουν να αναρωτιέσαι. Αυτή είναι η τακτική των λαϊκιστών, το ίδιο κάνει και ο Τραμπ στην Αμερική. Ακόμα κι αν παίζεις καταπληκτικό σκάκι, το περιστέρι χαλάει τα πιόνια και μετά πετάει και φεύγει. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο παρατηρείται στην πολιτική και στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία έχουν καταστραφεί θεμελιώδεις αξίες και η Iστορία έχει γραφτεί ξανά σε επίπεδο καθημερινότητας. 

Μου κάνει εντύπωση πόσο μεγάλη επιτυχία είχε το σίριαλ «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής» στην Ελλάδα. Κατανοώ τους λόγους για τους οποίους ως σαπουνόπερα μάγεψε το αραβικό κοινό, αλλά δεν το περίμενα από το ελληνικό κοινό. Μέσα από αυτό το σίριαλ, κατά κάποιο τρόπο ξαναγράφτηκε η Iστορία και ο Ερντογάν έπαιξε ρόλο σε αυτό. Ανέπτυξαν την ιδέα ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι η πλέον πολυπολιτισμική, η πλέον φιλειρηνική, η πιο ωραία περίοδος. 

Μεγάλωσα στη Σμύρνη και στο σχολείο μάθαινα ότι οι Έλληνες είναι εχθροί, όπως άλλωστε μαθαίνουν οι Έλληνες μαθητές για τους Τούρκους. Στο Δημοτικό η Ιστορία θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μια ιδέα: ότι ρίξαμε τους Έλληνες στη θάλασσα. Έτσι, ως παιδί φανταζόμουν τους Έλληνες ως κάτι υγρό. Στα παιδικά μου χρόνια, κάθε χρόνο γινόταν στο κέντρο της πόλης, σε μια τεράστια κενή αλάνα, στην περιοχή όπου κάποτε ζούσαν Έλληνες και Αρμένιοι, η Διεθνής Έκθεση που είχε λούνα-παρκ και άλλα παρόμοια. Και καθώς ήταν πολύ μεγάλος ο χώρος, όλα τα παιδάκια κάποια στιγμή κουράζονταν να περπατάνε και άρχιζαν να γκρινιάζουν. Όλες, μα όλες οι μανάδες έλεγαν στα παιδιά τους την ίδια ιστορία, ότι υπήρχε ηλεκτρισμός κάτω από τη γη, γι’ αυτό κουράζονταν. Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια να καταλάβω ότι δεν υπήρχε ηλεκτρισμός κάτω από το έδαφος αλλά τα φαντάσματα των Ελλήνων.