Η δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα, εκτός του ότι ποινικοποιείται και συνιστά αδίκημα, αποτελεί παρανομία και συνεπώς τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση οποιουδήποτε ωφελήματος που δόθηκε στη βάση της. Πρόκειται για κολάσιμη πράξη, που στρέφεται εναντίον του δημόσιου αισθήματος και το πρόσωπο που συμμετείχε εν γνώσει του στη δωροληψία δεν μπορεί να αναμένει ότι το Δικαστήριο θα του αποδώσει θεραπεία. Η Κύπρος ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζει την απόφαση – πλαίσιο αρ.203/568/ΔΕΥ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, η Κύπρος είναι μέλος της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της διαφθοράς, η οποία έγινε στις 27.1.1997 και στον κυρωτικό νόμο της Σύμβασης Ν.23(ΙΙΙ)/2000, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπονται οι πράξεις και ενέργειες που συνιστούν αδικήματα, μεταξύ των οποίων είναι η ενεργός δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα. Εφόσον διαπιστώνεται παρανομία από το Δικαστήριο μέσα από τα γεγονότα συγκεκριμένης υπόθεσης, το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ενεργεί ώστε να αποστερήσει από το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στις Π.Ε. 14/14 και 89/14, ημερ.30.9.2021, μέσω του Δικαστή κ. Λ. Παρπαρίνου που εξέδωσε την απόφαση της πλειοψηφίας, αναφέρεται στα ανωτέρω και τονίζει ότι τα δεδομένα της υπόθεσης συνιστούσαν δωροδοκία. Όπως αναφέρει, τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας είναι και η Κυπριακή Δημοκρατία, αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην καταπολέμηση της, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθότι η δωροδοκία αποτελεί απειλή για μια σύννομη κοινωνία, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό σε σχέση με την αγορά αγαθών ή εμπορικών υπηρεσιών και εμποδίζει την υγιή οικονομική ανάπτυξη. Η υπόθεση αφορούσε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης όπου το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για επιστροφή των χρημάτων που έλαβε από την ιδιοκτήτρια ακινήτου, το οποίο είχε πωλήσει σε συγκεκριμένη εταιρεία με τη συνδρομή του. Η ιδιοκτήτρια διατεινόταν ότι κατέβαλε το ποσό με δόλο ή ψευδείς ή αμελείς παραστάσεις ή ακόμη λόγω συνομωσίας προς εξαπάτηση της και για αδικαιολόγητο πλουτισμό. 

Η ιδιοκτήτρια ισχυριζόταν ότι ο εφεσείοντας της παρέστησε ότι απαιτούσε το συγκεκριμένο ποσό για να το πληρώσει σε υπαλλήλους του αγοραστή για να επιτύχει την πώληση του ακινήτου της, αλλά ο εφεσείοντας ουσιαστικά το οικειοποιήθηκε. Ο εφεσείοντας ισχυριζόταν ότι το ποσό αποτελούσε φιλοδώρημα και ότι σε κάθε περίπτωση η ιδιοκτήτρια, βάσει των ισχυρισμών που τέθηκαν, συμμετείχε ενεργά σε παράνομη ενέργεια, η οποία συνίστατο στη δωροληψία υπαλλήλων του αγοραστή του ακινήτου. Από την άλλη, η ιδιοκτήτρια ισχυριζόταν ότι εκείνος ήταν ο ιθύνων νους και ότι η συμμετοχή της ήταν συγκριτικά πολύ υποδεέστερη έναντι του, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση που τον διέταξε να της επιστρέψει το ποσό.

Το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς ότι με το άρθρο 4 του κυρωτικού νόμου, οι πράξεις και ενέργειες που αναφέρονται σε αυτό συνιστούν κακουργήματα τιμωρούμενα με φυλάκιση μέχρι 7 έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και με αμφότερες τις ποινές, οι οποίες καταδεικνύουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών. Προσθέτει ότι οι ενέργειες της ιδιοκτήτριας του ακινήτου συνιστούν το αδίκημα της ενεργού δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα, η οποία μάλιστα προχώρησε και σε ενέργειες απόκρυψης της παρανομίας της με τη δημιουργία τραπεζικού λογαριασμού επί ονόματι τρίτου από όπου θα πληρώνονταν οι δωροληψίες. Το γεγονός παραμένει με βάση τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ιδιοκτήτρια γνώριζε το παράνομο των ενεργειών της και συμμετείχε με τη θέληση της στη συμφωνία. Υπάρχει ενιαίο πλέγμα γεγονότων και στοιχείων που συνέθεταν την όλη συμφωνία και η ιδιοκτήτρια έλαβε μέρος στη συμφωνία εν πλήρη γνώση της και θεληματικά, προτείνοντας η ίδια και το χρόνο πλήρωσης του συμφωνηθέντος ποσού δωροδοκίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε σε σχετική νομολογία που αναφέρει ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση μεταβιβασθέντων ωφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Αυτή η αρχή υπερίσχυσε στην προσπάθεια να εξισορροπηθούν δύο αντικρουόμενες τάσεις, δηλαδή, να εμποδίζεται από τη μια ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και από την άλλη να απαγορεύεται η συνομολόγηση παράνομων συμβάσεων. Γι’ αυτό έκρινε ότι η αξίωση της ιδιοκτήτριας περιβάλλεται από κολάσιμη συμπεριφορά και ενέργειες της ίδιας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή και Κυπριακή νομοθεσία. Το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επιτρέψει την επανάκτηση του πληρωθέντος ποσού και επέτρεψε την έφεση, παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση. 

* Δικηγόρος στη Λάρνακα