Με βάση την Αρχή της διάκρισης των τριών εξουσιών, η Βουλή νομοθετεί επί παντός θέματος ως δική της αρμοδιότητα μετά από την υποβολή ενώπιον της ενός Νομοσχεδίου της Κυβέρνησης ή μιας Πρότασης Νόμου από βουλευτή. Τότε είναι δυνατό να κριθεί αναγκαίος ο προληπτικός έλεγχος. Τούτο γιατί είναι γνωστή η ιεράρχηση των πηγών δικαίου όπου στην κορυφή βρίσκεται το Σύνταγμα κατά γενική αρχή αλλά και γιατί το προβλέπει ειδικά τούτο το Άρθρο 179(1) του Συντάγματος, δηλαδή ότι: Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας, οπότε εάν συντρέχει λόγος ή αιτία, κάθε Νόμος, είναι δυνατό να αμφισβητηθεί ως εν μέρει ή ως σύνολο, αντισυνταγματικός.

Ήδη βέβαια με την πέμπτη τροποποίηση του Συντάγματος [Νόμος 127(Ι)/2006)] λόγω της ένταξης μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την 1.5.2004 έχουμε κατά τις προβλέπεις των συνθηκών, καθιερώσει με την προσθήκη του Άρθρου 1Α, την υπεροχή ακόμη και έναντι του Συντάγματος μας, του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Οπότε ο προληπτικός έλεγχος έκτοτε κάθε Νομοθετήματος που ψηφίζει η Βουλή αφορά όχι μόνο στην αντισυνταγματικότητα του, αλλά και στο ενδεχόμενο της παραβίασης υποχρέωσης του Κράτους μας έναντι του ενωσιακού δικαίου.

Η πρόληψη ως περίπτωση διαπίστωσης Δικαστικά αντισυνταγματικότητας συντελείται πριν δημοσιευθεί ένας Νόμος. Τούτο είναι δυνατό με βάση τη διαδικασία της Αναφοράς που μπορεί να προωθήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, αντί να υπογράψει και να δημοσιεύσει τον Νόμο. Δικαίωμα αναφοράς που φέρνει ως αντίδικες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τις δύο άλλες πολιτικές, εξουσίες και όπου η τρίτη εξουσία αποφασίζει τελικά για τον εάν χωρεί ή όχι δημοσίευση του Νόμου.

Προφανώς είναι δυνατός και ο κατασταλτικός έλεγχο αφού κάθε επηρεαζόμενος στα έννομα του συμφέροντα από έναν Νόμο πολίτης ή όργανο, μπορεί μετά τη Δημοσίευση του Νόμου να τον αμφισβητήσει με τον ισχυρισμό ότι διά της εφαρμογής του προκύπτει σε βάρος ενός διάδικου συνέπεια, αντισυνταγματική.

Από το 1985 και μετέπειτα, μετά τη μεγάλη τότε διαφορά της Βουλής με την Κυβέρνηση του αείμνηστου Σπύρου Κυπριανού, που κρίθηκε ως πολιτική διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών, σπάνια οι Αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας αναζητούν πραγματική πρόληψη αντισυνταγματικής ρύθμισης. Κύρια αποτελεί εν πολλοίς, μια ακόμη μορφή πολιτικής αντιπαράθεσης της «συγκυβέρνησης» με την αντιπολίτευση. Αποτέλεσμα τούτου η όποια περί τούτου αντιμετώπιση, αντί να είναι επίτευγμα συνεννόησης και κοινής πολιτικής δράσης, έχουν τελικά τη σφραγίδα Δικαστικής κρίσης.

Αντί λοιπόν να ενεργοποιείται η δυνατότητα αυτή του Προέδρου με φειδώ, έχουμε αναφορές που σχετίζονται κύρια, με Προτάσεις Νόμου που προέρχονται από βουλευτή ή βουλευτές της «Αντιπολίτευσης» με δυσδιάκριτη ενίοτε διαφορά σε επίπεδο Συντάγματος, που ερμηνεύεται όμως τελικά όχι με πολιτικούς όρους αλλά την ισχύ και επιβολή Δικαστικής απόφασης.

Προφανώς έχουν κριθεί Νόμοι που προέκυψαν μετά από υιοθέτηση Νομοσχεδίου, ως αντισυνταγματικοί. Παλαιότερο μεγάλο και διδακτικό παράδειγμα η Μονιμοποίηση των εκτάκτων με νόμο της Βουλής και πρόσφατα ο διορισμός προϊσταμένου τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας (Έφορος) που έγιναν αντί από την έχουσα την αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα ΕΔΥ, από πολιτικό όργανο (το Υπουργικό) που δεν έχει και δεν μπορεί κατά το Σύνταγμα να έχει σχέση με τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.

Η εξουσία διακυβέρνησης σε ένα Προεδρικό σύστημα, δεν σημαίνει ότι η Βουλή διαπιστώνοντας κενά ή ανάγκες των πολιτών, δεν μπορεί να προωθεί λύσεις προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Δεν είναι και δεν πρέπει να καθίσταται πεδίο αντιπαράθεσης και αντιδικίας το καθήκον κάθε θεσμικού οργάνου προς εξυπηρέτηση και/ή προστασία του κοινού. Συνεπώς ο εκσυγχρονισμός του Κράτους προϋποθέτει αναγνώριση λαθών και συμβολή όλων των θεσμικών οργάνων, στην ανάγκη να μην αναλώνονται σε αντιπαραθέσεις, χάριν κομματικών επιθυμιών. Αυτό θα έπρεπε να ήταν το πρώτο μέλημα ενός υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή Κράτους, ώστε η εσωτερική πολιτική αλληλοκατανόηση, να επιτρέπει σε όλες τις δυνάμεις, την πραγματική αντικατοχική δράση.

*Δικηγόρος – Πρώην βουλευτής