Πριν από 120 χρόνια, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα New York Times, αριστερά, δίπλα στον τίτλο, «οι 7 πιο διάσημες λέξεις στη σύγχρονη δημοσιογραφία», όπως έμειναν να αποκαλούνται έκτοτε: «All the news that’s fit to print». Δηλαδή, «όλα τα νέα που αξίζουν να δημοσιευτούν».
Η λέξη-κλειδί είναι στην πρωτότυπη εκδοχή η λέξη «fit» και στη μετάφραση η λέξη «αξίζει». Διότι εκείνο που λέει ουσιαστικά αυτό το περίφημο μότο είναι ότι η εφημερίδα, και μόνο αυτή, θα κρίνει και θα αποφασίσει τι πραγματικά αξίζει να τυπωθεί. Κανείς άλλος.
Για αυτήν την επιλογή, η εφημερίδα και οι άνθρωποί της έχουν ευθύνη και θα κριθούν. Εάν είναι αντικειμενική και δίκαιη η δημοσιογραφία τους. Εάν πράγματι δίνει βάρος στα σημαντικά ή εάν αναδεικνύει τα ευτελή. Εάν ό,τι δημοσιεύει είναι ακριβές, πλήρως και κατατοπιστικό.
Σήμερα, έχει πάει αλλού το πράγμα. Στο όνομα της πολυφωνίας, κάποτε και της ίδιας της δημοκρατίας, έχει επικρατήσει η άποψη ότι αντικειμενικό, δίκαιο και σωστό είναι να δημοσιεύονται όλα. Η άποψη αυτή με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Πιστεύω απαρέγκλιτα στη «γραμμή» που χάραξε η NYT.
Τα σκέφτηκα πάλι όλα αυτά παρακολουθώντας με τις ώρες χθες στην ελληνική Βουλή τη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων για την οικονομία της χώρας, μετά τη συμφωνία στο τελευταίο Eurogroup με την οποία ολοκληρώθηκε η β’ αξιολόγηση. Και αισθάνθηκα ότι, εάν έπρεπε να γράψω το ρεπορτάζ μου με πυξίδα τις «7 λέξεις» της New York Times, το κείμενό μου δεν θα είχε περισσότερες από 300 λέξεις (η στήλη, φαντασθείτε, χωράει περίπου 550-600) και σίγουρα δεν θα είχε κάτι από όλες τις ομιλίες. Θα άφηνα απ’ έξω μερικούς αρχηγούς, ανάμεσά τους αυτούς των δύο μεγαλύτερων κομμάτων σίγουρα, ακριβώς επειδή δεν είπαν τίποτα που να κρίνω ως fit to print.
Σημειώνω δε, ότι αυτή δεν είναι μια αυθαίρετη απόφαση, αφού ο κάθε συντάκτης που εργάζεται σε τέτοιο Μέσο έχει επιλεγεί και έχει εκπαιδευτεί από αυτό να αντιμετωπίζει κάθε είδηση με συγκεκριμένα κριτήρια, κανένα από τα οποία δεν είναι τα πρόσωπα ή η τήρηση ισορροπιών.
Είπε κάτι ενδιαφέρον που να θεωρείς ότι αυτό αφορά τον απλό πολίτη και μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του; Το γράφεις. Δεν άκουσες και δεν σημείωσες κάτι τέτοιο; Το πετάς.
Η απόφαση, δηλαδή, είναι του συντάκτη. Ο οποίος ασφαλώς και ελέγχεται από άλλους, πιο πάνω του. Που επίσης όμως υπηρετούν την ίδια «γραμμή». Και όλοι έχουν την ευθύνη των πράξεών τους. Αυτή είναι η δημοσιογραφία που, εκτός λίγων εξαιρέσεων, σήμερα λείπει.
Υ.Γ.: Μιλώ, προφανώς, για την ειδησεογραφική κάλυψη. Το σχόλιο και η αρθρογραφία είναι άλλο πράγμα.
* Και τώρα, στα υπόλοιπα νέα…
Στιγμές απείρου κάλους διαδραματίστηκαν χθες στον προαύλιο χώρο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης, κατά την τέλεση των αποκαλυπτηρίων ενός μνημείου υπέρ «του αγώνα των εργαζομένων της ΕΡΤ» μετά την απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης, το 2013, να την κλείσει. Τη στιγμή που άρχισε να εκφωνεί τον λόγο του ο πρόεδρος του ΔΣ του Οργανισμού, συνθέτης Διονύσης Τσακνής, τρύπωσε μπροστά-μπροστά η πρώην βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝΕΛ) και του ΣΥΡΙΖΑ, Ραχήλ Μακρή, και άρχισε να του φωνάζει «είστε τόσο άνανδροι και ξετσίπωτοι, που εδώ και δύο χρόνια δεν δώσατε τον λόγο σε εκείνους που αγωνίστηκαν τότε». Η κ. Μακρή, που τώρα πλέον, μετά από ένα πέρασμά της από τα κόμματα του κ. Λαφαζάνη και της κ. Κωνσταντοπούλου, ίδρυσε δικό της, το Μέτωπο Νίκης, ήταν πράγματι σχεδόν κάθε βράδυ στο προαύλιο της ΕΡΤ, όταν έπεσε το μαύρο στις οθόνες. Είχε ανέβει, μάλιστα, και στα κάγκελα και διαδήλωνε υπέρ του ανοίγματός της. Στις έντονες διαμαρτυρίες της χθες, ο πρόεδρος της ΕΡΤ τής απάντησε «σκάστε, επιτέλους», με τους συνοδούς της να απαντούν «θα το πληρώσεις ακριβά αυτό το “σκάσε”». Λίγο νωρίτερα, είχαν αποχωρήσει από την τελετή και οι κ.κ. Λαφαζάνης – Στρατούλης, που ήταν εμπροσθοφυλακή της πρώτης, βραχύβιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τώρα είναι στη Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ). Την ιδέα για την ανέγερση του «Μνημείου Αγωνιστών ΕΡΤ» είχε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων ΕΡΤ, γνωστή ως ΠΟΣΠΕΡΤ.