«Γιώργος Σεφέρης: Να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση, και να κοιτάζουμε πώς θα είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοί της»
Η αμφίδρομη και διαδραστική σχέση εθνικής συνείδησης και λογοτεχνίας αποτελεί ένα πολυδιάστατο και πολύπλευρο ζήτημα. Ως εκ τούτου, θα περιορισθώ στο να εκφράσω κάποιες σκέψεις και απόψεις για το συγκεκριμένο θέμα, μιλώντας όσο το δυνατό περισσότερο μέσα από αυτούσια κείμενα επιφανών Ελλήνων λογοτεχνών, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σ’ αυτούς τους ίδιους τους λογοτέχνες να σχολιάσουν το θέμα με απόψεις που προφανώς ταυτίζονται με τις δικές μου.
Πρώτα-πρώτα, θα διατυπώσω μια βασική θέση, ότι ο πνευματικός δημιουργός γενικά, και ο λογοτέχνης πιο ειδικά, δε γράφει και δημιουργεί μόνο για τον εαυτό του, ούτε και εκφράζει μόνο τον εαυτό του. Αντίθετα, έχω την ισχυρή άποψη ότι είναι ο ταλαντούχος και εκλεκτός εκπρόσωπος του κοινωνικού συνόλου, που εκφράζει όχι μόνο την εποχή του από μια πολυδιάστατη άποψη, αλλά και αυτό το ίδιο το κοινωνικό σύνολο που ενσυνείδητα ή άθελά του εκπροσωπεί. Με άλλα λόγια, το δημιούργημα ενός λογοτέχνη ή οποιουδήποτε άλλου πνευματικού δημιουργού, αποτελεί το ώριμο προϊόν διανόησης και πνευματικής παραγωγής του κοινωνικού συνόλου, που λόγω ταλέντου και ειδικών ικανοτήτων εκφράζει ο λογοτέχνης ή άλλος πνευματικός δημιουργός.
Τώρα, πιο ειδικά για το θέμα της σχέσης εθνικής συνείδησης και λογοτεχνίας, θα ήθελα να τονίσω ότι η γλώσσα ούτως ή άλλως συνδέεται πρωτογενώς με την εθνική συνείδηση. Είμαστε Έλληνες γιατί, μεταξύ άλλων, μιλούμε την ελληνική γλώσσα ως μητρική γλώσσα. Ενδεικτικό για το τι μπορεί να σημαίνει η κληρονομιά της γλώσσας για την εμπέδωση της εθνικής συνείδησης είναι το απόσπασμα από το ποίημα του Ελύτη «Άξιον Εστίν». Αναντίλεκτα, το λογοτεχνικό αυτό κείμενο είναι καθεαυτό επιρρωτικό της ελληνικής εθνικής συνείδησης:
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου !…»
Στον τρόπο τώρα καθεαυτόν, που ένας λογοτέχνης χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα για να εκφραστεί, μπορεί να ανακαλύψει κανείς από την αρχή την εθνική του συνείδηση. Ενδεικτική τέτοια περίπτωση είναι ο τρόπος που γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο Καζαντζάκης είναι ένας συγγραφέας που ύμνησε την ελληνικότητα, αλλά και με τον τρόπο που χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα διαμόρφωσε τη δική του πρόταση για τον ελληνισμό. Παραθέτω απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«…Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του έτσι μοιραία μετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων, πώς να τη συνεχίσουμε, χωρίς να την ντροπιάσουμε την παράδοση της ράτσας μας; Μια αυστηρή ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώμους σου, βαραίνει τους ώμους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταμάχητη μαγική δύναμη έχει το όνομα· όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο ελληνικό θρύλο.
Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας· έχει ένα όνομα το τοπίο – το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά – συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισμένο από ευτυχίες και δυστυχίες με παγκόσμιο αντίχτυπο, τόσο γεμάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε μάθημα αυστηρό και δεν μπορείς να του ξεφύγεις· γίνεται κραυγή και χρέος έχεις να την ακούσεις.
…Ιερή, πικρότατη μοίρα. Το τέλος της περιοδείας μου στην Ελλάδα γέμισε τραγικά αναπάντητα ρωτήματα. Από την ομορφιά φτάσαμε στις σύγχρονες αγωνίες και στο σημερινό χρέος της Ελλάδας. Ένας ζωντανός άνθρωπος σήμερα που νοεί κι αγαπάει κι αγωνίζεται δεν μπορεί να σεριανίζει πια και να χαίρεται αμέριμνα την ωραιότητα. Σήμερα η αγωνία μεταδίδεται σαν πυρκαγιά, και καμιά πυρασφαλιστική εταιρεία δεν μπορεί να σε ασφαλίσει. Αγωνίζεσαι και καίγεσαι μαζί με όλη την ανθρωπότητα. Κι απάνω απ’ όλους αγωνίζεται και καίγεται η Ελλάδα· αυτή ’ναι η μοίρα της.»
Για το ίδιο θέμα είναι και το απόσπασμα από το κείμενο του αγαπητού φίλου και συνάδελφου καθηγητή Ιωάννη Χριστοδούλου, που αναφέρεται στον Καζαντζάκη και τιτλοφορείται «44 Χρόνια από το Βασίλεμα της Κρητικής Ματιάς»:
«Τις αρετές αυτές του συγγραφέα ο Καζαντζάκης τις τίμησε, τις ανέδειξε μάλιστα και τις τόνισε. Έκανε τα έργα του παραδείγματα συγγραφικής αυταπάρνησης, τον εαυτό του παρανάλωμα, στη φωτιά του αγώνα με τη γλώσσα και την έκφραση. Μέτρησαν, βέβαια, και οι ιδέες που τον διάλεξαν να τις εκφράσει. Γιατί τις ιδέες δεν τις επιλέγουμε, εκείνες μας διαλέγουν, σύμφωνα με τη δύναμη που ψυχανεμίζονται πως έχουμε, και σαλτάρουν στο σκαρί μας, για να πορευτούν στο χρόνο, πέρα και πιο πέρα, με τις γενιές που αλλάζουν των ανθρώπων. Όχημα στάθηκε ο Καζαντζάκης, και το ήξερε. Κι όσοι μεγάλοι, έτσι νιώθουν. Και η χαρά τους είναι να πορεύονται, να κουβαλούν αγόγγυστα στους ώμους τους υψηλούς τους επισκέπτες. Στάσεις, σταθμοί και θώκοι, ανερμάτιστος εγωισμός και έπαρση, πρέπουν σ’ εκείνους που ποτέ δεν ξεκίνησαν, που δεν ταξίδεψαν ποτέ, που ποτέ δε θα φθάσουν, γιατί δεν έτυχε να τους κατοικήσει το ανώτερο, και να νιώσουν το σώμα τους ασήμαντο δοχείο, που προώρισται να μεταφέρει την αιώνια – έτσι κι αλλιώς – αξία, δυο βήματα πιο κάτω, δυο συνειδήσεις πιο πέρα, δυο ψυχές πιο μετά.»
Κλείνοντας αυτή το σύντομο άρθρο, δε μπορώ να μη μιλήσω και μέσα από κείμενα δύο άλλων επιφανών Ελλήνων λογοτεχνών, του Γιώργου Σεφέρη και του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Παραθέτοντας, μάλιστα, κείμενο που γράφτηκε από το Γιώργο Σεφέρη για το Μακρυγιάννη, δημοσιευμένο στις «Δοκιμές», και που τιτλοφορείται «Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης», Γράφει, λοιπόν, ο Γιώργος Σεφέρης:
«…. Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη.
…. Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και ο πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαριά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά.
«Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνι» σημειώνει -το περιστατικό πρέπει να έχει συμβεί γύρω στα 1830 – «είναι ένα χωριό, το Μέγα Σπήλαιγο. Έκαμα κονάκι εκεί. Μου παραπονιόνται οι κάτοικοι από την τυραγνία που δοκιμάζουν από τους καλογέρους: ό,τι παίρνουν το αρπάζουν αυτήνοι. Είχα κονάκι σ’ενού παπά το σπίτι. Τότε τους λέγω:
«- Σαν τραβάτε τόση τυραγνία, δεν τ’αφήνετε το χωριό σας να φύγετε, να πάτε σ’άλλο χωριό εθνικό, πού ‘ναι, τόσα;
»Μου λέγει η παπαδιά:
»-Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο στο νερό, τόσες ψυχές, να γλιτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλες -μας φάγαν. Και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό – σα μπακακάκια πλάνα. Κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη.
»Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ»
…. Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής – αν υπάρχει μια ιδέα βασικά ελληνική, δεν είναι άλλη. Γεννιέται στα χαράματα της ελληνικής σκέψης· έπειτα τη διατυπώνει μια για πάντα ο Αισχύλος. Όποιος ξεπερνά το μέτρο είναι υβριστής, και ύβρις είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να μας συμβεί. Για να μεταχειριστώ τη φρασεολογία του Μακρυγιάννη, οι Έλληνες, από τα παλιά εκείνα χρόνια, είναι στο «εμείς», δεν είναι στο «εγώ». Γιατί μόλις το εγώ γυρέψει να ξεπεράσει το εμείς, αμέσως η Άτη, η αυστηρή μοίρα που φροντίζει για την ισορροπία του κόσμου, το κεραυνώνει.»
OI ΠΡΟΤΡΟΠΕΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΜΕΣΩ ΣΕΦΕΡΗ
Και καταλήγει ο Γιώργος Σεφέρης, και μαζί και εγώ σ’ αυτό το άρθρο μου:
«….το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να λογαριάζουμε την περασμένη μας πείρα και την τωρινή, προσμένοντας την αυγή που αναπότρεπτα θα χαράξει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κουβεντιάζουμε με γνωστούς και μ’ αγνώστους συντρόφους· να προσέχουμε τα μηνύματα και αυτών και των αληθινών πνευματικών προγόνων μας· να καθαρίζουμε τη συνείδησή μας από τις πρόσκαιρες φαντασιοπληξίες· και να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση, και να κοιτάζουμε πώς θα είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοί της· να κάνουμε το χρέος μας – «ποίημα του χρέους» ονόμαζε ένα από τα μεγάλα του ποιήματα ο Σολωμός. Η ανάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μια ανάσταση της ζωής του ανθρώπου, με την πιο βαριά έννοια. Και σαν τέτοια, θα πρέπει να καταργήσει τις ωμότητες, τα φίμωτρα, τις φυλακές, τις υποκρισίες. Θα πρέπει να είναι έτσι, ή θα έχουν πάει, αλίμονο, όλα αυτά που ζούμε τώρα στα χαμένα· θα είναι έτσι, ή θα έχει πέσει ο κόσμος σε μια κατάσταση γενικής νεκροφάνειας. Και αν γίνει αυτό που πιστεύουμε και αγωνιζόμαστε για να γίνει, τότε είναι πολύ πιθανό, πως στην πατρίδα μας, όπου για πρώτη φορά οι ανθρώπινες αξίες είδαν το φως, οι φωτισμένοι και οι μορφωμένοι θα καταλάβουν, γιατί ακριβώς θα είναι πραγματικοί φωτισμένοι και μορφωμένοι, πως η παιδεία της ψυχής τους θα έχει πολλά να ωφεληθεί από ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη, που είναι, καθώς πιστεύω, η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού – μια πολύτιμη διαθήκη.»
*Καθηγητής και αντιπρόεδρος του συμβουλίου του Philips University, πρώην πρύτανης πανεπιστημίου.