Διάφοροι πολιτικοί παράγοντες αλλά και κάποιοι νομικοί διατείνονται ότι τυχόν αναβολή των δημοτικών εκλογών και η συνακόλουθη παράταση της θητείας των υφιστάμενων τοπικών αρχών δεν εγείρει ζητήματα αντισυνταγματικότητας και ότι, συνεπώς, είναι επιτρεπτή.
Προβάλλουν δε ως δικαιολογία της θέσης τους αυτής το εξής σοφιστικό επιχείρημα: Αφού η νομοθεσία που προνοεί την εκλογή των τοπικών αρχών ψηφίστηκε για πρώτη φορά το 1985, δεν προνοείται συγκεκριμένη θητεία των δημάρχων και των δημοτικών Συμβουλίων στο Σύνταγμα του 1960 και επομένως μπορεί η Βουλή να παρατείνει τη θητεία των τοπικών αρχών με τροποποίηση της νομοθεσίας.
Το πιο πάνω επιχείρημα καταρρίπτεται όμως τόσο από βασικές αρχές δικαίου τόσο όσο και από την ίδια τη λογική και προς τούτο θα επιχειρήσω μια απλουστευμένη επεξήγηση.
Πέραν του Συντάγματος το οποίο μπορεί ο κάθε πολίτης να βρει σε έντυπη μορφή, υπάρχουν κάποιες βασικές συνταγματικές συμβάσεις οι οποίες είναι άτυπες και μη κωδικοποιημένες αρχές που ακολουθούνται πιστά από τους θεσμούς ενός κράτους. Στη Μεγάλη Βρετανία όπου δεν υπάρχει καθόλου γραπτό Σύνταγμα, ολόκληρη η χώρα, οι θεσμοί και οι αξιωματούχοι της λειτουργούν στη βάση αυτών των άγραφων συνταγματικών συμβάσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, οι συνταγματικές συμβάσεις λειτουργούν χωριστά ή παράλληλα με γραπτά συντάγματα, όπως στον Καναδά από τότε που η χώρα σχηματίστηκε με την ψήφιση του Συνταγματικού Νόμου το 1867.
Συνεπώς όταν κρίνουμε κατά πόσον μία ενέργεια είναι αντισυνταγματική ή όχι δεν ανατρέχουμε μόνο στο στεγνό κείμενο του γραπτού Συντάγματος αλλά και στην πλούσια συνταγματική εμπειρία που μας παρέχουν οι άγραφοι αυτοί κανόνες που ονομάζονται συνταγματικές συμβάσεις. Ειδικά σε μια χώρα, όπως η δική μας στην οποία το Σύνταγμα, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε μετά το 1964, είναι κουτσουρεμένο, μόνο μερικώς εφαρμοζόμενο και συχνά επισκιαζόμενο από το λεγόμενο «δίκαιο της ανάγκης» δεν μπορεί το Σύνταγμα να αποτελεί αποκλειστικό φάρο και οδηγό για τη συνταγματικότητα ή όχι μιας συγκεκριμένης ενέργειας.
Ποια είναι όμως η σχέση των συνταγματικών συμβάσεων με το θέμα της αναβολής των εκλογών και πώς σχετίζονται τα δύο;
Αδιαμφισβήτητα ο βασικότερος πυλώνας που λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μέτρο της δημοκρατίας σε μια πολιτεία, είναι οι εκλογές. Χωρίς εκλογές η οποιαδήποτε εξουσία καθίσταται παράνομη και αντισυνταγματική και συνακόλουθα η δημοκρατία καταβαραθρώνεται.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που υπεισέρχεται η δράση των συνταγματικών συμβάσεων. Αποτελεί συνταγματική σύμβαση λοιπόν ότι όταν διεξάγονται εκλογές και ο πολίτης ψηφίζει τα πρόσωπα που θα κατέχουν ένα συγκεκριμένο πολιτειακό αξίωμα (έστω κι αν αυτό αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση), το πράττει υπό έναν βασικό όρο: ότι η χρονική διάρκεια της θητείας τους είναι προκαθορισμένη και με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. Με τη λήξη της θητείας και στην απουσία νέων εκλογών, η οποιαδήποτε παραμονή των εκλελεγμένων σε πολιτειακή καρέκλα καθίσταται αυτόματα παράνομη και αντισυνταγματική.
Με άλλα λόγια όταν ο πολίτης ψήφιζε δημάρχους, κοινοτάρχες, δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια τον Δεκέμβριο του 2016, το έπραττε με την προϋπόθεση ότι η λαϊκή αυτή εντολή θα έληγε τον Δεκέμβριο του 2021, δηλαδή 5 χρόνια μετά. Δεν είναι δυνατόν να έρχεται η Βουλή σήμερα, στην εκπνοή αυτής της λαϊκής εντολής και να μας λέει ότι παρατείνει τη θητεία των τοπικών αρχών και ότι αυτή η παράταση έχει μάλιστα αναδρομική ισχύ και μπορεί να εφαρμοστεί για εκλογές που έχουν ήδη διεξαχθεί προ πενταετίας. Η εκλογή προσώπων σε αξιώματα δεν μπορεί να παρατείνεται αυθαίρετα ούτε και μία μέρα παραπάνω από την χρονικά προκαθορισμένη θητεία τους, αυτήν δηλαδή που έχει υπόψη του ο πολίτης όταν ψήφιζε.
Ενόψει των πιο πάνω, οποιοδήποτε «παρενόχληση» του δικαιώματος αυτού (δηλαδή του δικαιώματος του εκλέγειν) δρα καταλυτικά και στη συνταγματική τάξη αλλά και στην εύρυθμη και ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και ως εκ τούτου θα πρέπει να ασκείται μόνο όταν είναι απόλυτα αναγκαίο, όπως είναι για παράδειγμα μια έκτακτη κατάσταση που δεν αφήνει άλλη επιλογή. Τραγικό παράδειγμα αποτέλεσε η βίαιη αλλαγή στη σύσταση του εκλογικού σώματος μετά την τουρκική εισβολή που προκάλεσε, μεταξύ των άλλων όλων δεινών και ένα ξεριζωμό και διασπορά 200.000 περίπου πολιτών από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές.
Αναμφίβολα η ανάγκη για μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο αναγκαία και επιτακτική κι αν κρίνεται, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έκρυθμη κατάσταση που να νομιμοποιεί την οποιαδήποτε αναβολή των εκλογών και μαλλιοτράβηγμα της λαϊκής εντολής του Δεκεμβρίου του 2016.
Καταληκτική λοιπόν εισήγηση για αποφυγή της οποιασδήποτε συνταγματικής και πολικής κρίσης είναι η κανονική διεξαγωγή των τοπικών εκλογών τον Δεκέμβριο του 2021, με μειωμένη διάρκεια θητείας. Η οποιαδήποτε άλλη έκβαση στην παράλογη αυτή συζήτηση για αναβολή των εκλογών θα οδηγήσει την Κύπρο σε νέες συνταγματικές και πολιτικές περιπέτειες και σε μαζική καταστρατήγηση του δικαιώματος του εκλέγειν του κυπριακού λαού.
* Δικηγόρος.