Πολλές ιστορίες έμειναν ανείπωτες στο πέρασμα του χρόνου. Είτε γιατί οι πρωταγωνιστές ήταν άσημοι ήρωες της κάθε εποχής, είτε γιατί ό,τι έγινε δεν τους ενδιέφερε να αναπαραχθεί, αλλά να πραγματωθεί για να επιτευχθεί ο σκοπός τους. Η πιο κάτω ιστορία συνέβηκε στο πλαίσιο ενός Αγώνα, που πολλοί Κύπριοι πίστεψαν και γι’ αυτό αγωνίστηκαν αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Το πιο κάτω συμβάν, δυστυχώς δεν μου το διηγήθηκε κανείς από τους συμμετέχοντες, πολλοί από τους οποίους σήμερα δεν βρίσκονται στη ζωή. Μου το διηγήθηκαν άνθρωποι, άκουσαν την ιστορία από τους πρωταγωνιστές και η διασταύθρωση των αφηγήσεών τους πιστοποιεί την αλήθεια του γεγονότος.

    Το συμβάν διαδραματίστηκε σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στο Πολιτικό. Το Πολιτικό απέχει γύρω στα 20 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία και είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Ταμασσού. Η προέκταση του χωριού καταλήγει στον εγκαταλελειμμένο οικισμό του Φιλανιού κι απ’ εκεί καταλήγει κανείς στον Μαχαιρά, μέσα από μια πολύ όμορφη και καταπράσινη διαδρομή. Διαδρομή την οποία γνώριζαν πολύ καλά οι κάτοικοι του χωριού, αφού από εκεί περνούσαν για να καταλήξουν πολλές φορές στα χωράφια τους. 

    Η εγγύτητα του χωριού με το δάσος του Μαχαιρά ήταν αυτό που έκανε τους κατοίκους του Πολιτικού συνδέσμους για πολλούς αντάρτες κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα του 1955-1959. Πολλοί κάτοικοι του χωριού ήταν μέλη της ΕΟΚΑ και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να συμβάλουν στον αγώνα της Οργάνωσης. Η θέση του χωριού πολύ σημαντική, από τη μια πλευρά η πεδιάδα και από την άλλη οι λόφοι και τα βουνά, όπου μπορούσαν να κρυφτούν αντάρτες. Σπίτια, τα οποία βρίσκονταν στις άκριες του χωριού, έκαναν σινιάλα με το φως τους σε αντάρτες κρυμμένους στους απέναντι λόφους ενημερώνοντάς τους για την παρουσία Άγγλων στο χωριό.

    Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της συμμετοχής των περισσότερων κατοίκων του χωριού στον Αγώνα πραγματοποιήθηκε και το πιο κάτω γεγονός, κάπου στα μέσα του Απελευθερωτικού Αγώνα, γύρω στο 1956-1957. Μόλις ξεκίνησε να δύει ο ήλιος ένας χωριανός, που έμενε στη Λευκωσία, έφερε μαζί του μια ομάδα ανταρτών, γύρω στα 4 με 5 άτομα. Μεταξύ των ανταρτών ήταν και κάποιος από τους κατοίκους του χωριού, ο οποίος ήταν και αυτός καταζητούμενος. Τους καταζητούμενους ο οδηγός τους άφησε λίγο πριν μπει στο χωριό, στο «πουκατόστρατο», και ο ίδιος συνέχισε τον δρόμο του για να πάει στο σπίτι του αδερφού του, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Καθώς μπήκε στο σπίτι του αδερφού του, η σύζυγος του αδερφού του αγνοώντας τον λόγο της επίσκεψης του ανέβηκε στο «ανώι» του σπιτιού για να ετοιμάσει το κρεβάτι για τον κουνιάδο της. Εν αγνοία της ανάβοντας τη λάμπα έδωσε το σύνθημα στους αντάρτες, οι οποίοι αφού τους άφησε ο οδηγός στην αρχή του χωριού, μέσα από τα χωράφια κατάφεραν να φτάσουν στην πισινή πλευρά του σπιτιού και περίμεναν από τον οδηγό να τους κατευθύνει για το επόμενο βήμα, σύμφωνα με το οποίο θα έμπαιναν κρυφά με κάποιο τρόπο μέσα στο σπίτι και από εκεί θα πήγαιναν πάλι κρυφά στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του συγχωριανού καταζητούμενου, όπου θα φιλοξενούνταν για το βράδυ. 

    Όταν φάνηκε το φως στο πάνω μέρος του σπιτιού και οι αντάρτες δεν έβλεπαν τον οδηγό να ξεπροβάλλει για να τους καθοδηγήσει, οι αντάρτες ξεκίνησαν να ρίχνουν πέτρες στο τζάμι του δωματίου. Η γυναίκα μη γνωρίζοντας τι γινόταν μόλις άκουσε τον θόρυβο, ξεκίνησε να φωνάζει. Οι δύο άντρες, οι οποίοι όπως φαίνεται έπιασαν την κουβέντα και αφαιρέθηκαν, ακούγοντας τις φωνές της γυναίκας αμέσως κατάλαβαν τι συνέβαινε και έτρεξαν να την καθησυχάσουν. Της εξήγησαν χωρίς πολλές λεπτομέρειες (γιατί έτσι έπρεπε), αυτή κατάλαβε χωρίς να χρειάζεται περισσότερες λεπτομέρειες (γιατί έτσι έπρεπε) και ακολούθως έμπασαν τους αντάρτες μέσα στο σπίτι προσεχτικά, και χωρίς να τους αντιληφθούν ούτε καν τα παιδιά της οικογένειας. 

    Αφού οι αντάρτες κατέληξαν στο κατάλληλο σπίτι, την επόμενη μέρα έπρεπε να φυγαδευτούν προς το Δάλι. Όταν πλησίαζε η ώρα της αναχώρησής τους, όλοι όσοι ήταν ενήμεροι για το τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού ήταν έτοιμοι να συγκαλύψουν το γεγονός με όποιο τρόπο χρειαζόταν. Κάποιος από τους γείτονες, ο οποίος ήταν ενήμερος για το τι θα γινόταν, έφερε ένα γουρούνι στην αυλή του σπιτιού που φιλοξενούσε τους αντάρτες για να «καλύψει» πιθανούς θορύβους, που ίσως πρόδιδαν το τι θα γινόταν στη συνέχεια. 

    Όπως σε όλα τα σπίτια της εποχής, το σπίτι που φιλοξενούσε τους αντάρτες είχε μια εσωτερική αυλή και η εξώπορτα του έβλεπε στον δρόμο. Αυτός που θα μετέφερε τους αντάρτες ήρθε με το βαν της δουλειάς του, και μόλις άνοιξαν οι πόρτες της αυλής του σπιτιού, έβαλε το αυτοκίνητο με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η καμπίνα του και οι πίσω πόρτες να είναι μέσα στον κήπο του σπιτιού, για να μην μπορούν να δουν από το δρόμο τι θα έβαζαν μέσα στο αυτοκίνητο. Αφού έβαλε το αυτοκίνητο μέσα στην αυλή, άνοιξαν και τις δύο πισινές πόρτες του βαν έτσι ώστε να μην είναι ορατό το τι «φόρτωναν». Καθώς ανέβαιναν οι αντάρτες για να μπουν κάποιος κρατούσε το γουρούνι και γύριζε το αυτί του για να «κλαίει» και με το θόρυβο από τις φωνές του ζώου καλύπτονταν οι θόρυβοι που έκαναν οι αντάρτες καθώς ανέβαιναν στο αυτοκίνητο. 

    Την ώρα που αναχωρούσε ο οδηγός με κρυμμένους τους αντάρτες, όσοι έτυχε να ήταν έξω στη γειτονιά και τον είδαν αναρωτιόνταν ως προς τι όλη αυτή η φασαρία και τι δουλειά είχε το αυτοκίνητο εκεί, η απάντηση που έπαιρναν από όλους ήταν: «Εν ο σιοίρος του Χατζή, που τον παίρνουν στην Χώρα για να τον πουλήσουν». Και κάπως έτσι κατάφεραν να φυγαδευτούν οι αντάρτες από το χωριό χωρίς να τους δουν τα αδιάκριτα βλέμματα.

Η αποστολή όμως είχε ακόμα ένα σκέλος. Μπροστά από το βαν, προπορευόταν ο οδηγός που είχε φέρει το προηγούμενο βράδυ τους αντάρτες, ο οποίος είχε στο αυτοκίνητο τενεκεδάκια, τα οποία θα έριχνε εάν έβλεπε μπλόκο των Άγγλων στο δρόμο για να κάνουν έλεγχο δίνοντας το σινιάλο στο βαν με τους αντάρτες να αλλάξει πορεία. Και κάπως έτσι, τελικά, οι αντάρτες έφυγαν ασφαλείς από το Πολιτικό. 

    Το πριν και το μετά αυτής της ιστορία δυστυχώς δεν το γνώριζαν αυτοί που μου τη διηγήθηκαν, γιατί οι εποχές απαιτούσαν εχεμύθεια και λίγες ερωτήσεις. Η ιστορία μας είναι πάρ΄ όλα αυτά καθόλα αληθινή. Επέλεξα να αφηγηθώ αυτή την ιστορία χωρίς ονόματα εκτός από τον Χατζή, του οποίου και πάλι το όνομα δεν έβαλα ολόκληρο, αλλά κράτησα την ιδιότητα του ως προσκυνητή στους Αγίους Τόπους. Η ανωνυμία των χαρακτήρων οφείλεται εν μέρει στο ότι λόγω των ημερών δεν είχα την ευχέρεια να μιλήσω με όλους όσους έπρεπε για να έχω την έγκριση της δημοσίευσης των ταυτοτήτων τους. Από την άλλη αυτή η ανώνυμη ιστορία είναι μία από τις πολλές ανώνυμες ιστορίες του τόπου μας, που έγιναν στα πλαίσια ενός χρέους που έδινε σε κάθε πράξη ένα σημαντικό νόημα. Όλες αυτές οι ανείπωτες μικρές ιστορίες, ψηφίδες ενός ευρύτερο έργο, για όλους αυτούς τους ανώνυμους ήρωες δεν ήταν κάτι πολύ σπουδαίο, ήταν το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα τους και στους εαυτούς τους. Ήταν ένα καθήκον, το οποίο όφειλαν να πράξουν χωρίς να περιμένουν κανένα άλλο αντίτιμο παρά μόνο ένα καλύτερο αύριο. 

Γι’ αυτό και όλοι οι πρωταγωνιστές της πιο πάνω ιστορίας με το τέλος του Αγώνα ρίχτηκαν στη βιοπάλη για να ζήσουν τις οικογένειές τους χωρίς να καταδεχθούν να ζητήσουν οτιδήποτε από οποιονδήποτε για ό, τι αφορούσε τη δική τους συμβολή.

Υ.γ. Αυτή την ιστορία την αφιερώνω στον οδηγό του βαν, ο οποίος μας άφησε πριν ακριβώς τρία χρόνια, Μεγάλη Παρασκευή, καθιστώντας μας πλέον ανίκανους να ακούσουμε τις ιστορίες του και δυστυχώς υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν υπάρχει πάντα χρόνος για να κάνουμε όσα θα θέλαμε να κάνουμε. 

MEd Ελληνική Φιλολογία