Η καταψήφιση του Προϋπολογισμού, όπως η κάθε πολιτική απόφαση που λαμβάνεται είτε από την Κυβέρνηση, είτε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ή/και τα πολιτικά κόμματα, έχει ασφαλώς τις επιπτώσεις και προεκτάσεις της. Πολλώ δε μάλλον όταν αφορά ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα, όπως η έγκριση του ετήσιου οδικού χάρτη για κάθε οργανωμένη Πολιτεία.

Η υπό αναφορά πολιτική πράξη καθίσταται πολλαπλάσια ενδιαφέρουσα, γιατί τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων γνώριζαν, εκ των προτέρων, τις επιπτώσεις της απόφασής τους για καταψήφιση του Προϋπολογισμού. Και αυτό γιατί η Υπηρεσία Κοινοβουλευτικών Επιτροπών της Βουλής των Αντιπροσώπων φρόντισε, με σημείωμά της προς τα μέλη της Βουλής, να τα ενημερώσει για τα προκύπτοντα για την Πολιτεία ζητήματα συνταγματικής, τεχνοκρατικής και πολιτικής πτυχής σε σχέση με το ενδεχόμενο καταψήφισης του Προϋπολογισμού. Παρά ταύτα, η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε στη μη έγκριση του κρατικού Προϋπολογισμού για πρώτη φορά στα 60 χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας, εν μέσω μάλιστα μιας δύσκολης κατάστασης που διάγει η χώρα μας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. 

Το υπό αναφορά σημείωμα καθιστούσε σαφές στη Βουλή των Αντιπροσώπων ότι δεν δύναται από συνταγματικής απόψεως να καταψηφίσει τον κρατικό Προϋπολογισμό. Αντίθετα, αποτελεί θεσμική υποχρέωσή της η υπερψήφιση του και βασίζεται «στις αρχές που διέπουν ένα πολιτειακό σύστημα προεδρικού συστήματος, όπως η περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά το οποίο η Κυβέρνηση δεν εξαρτάται από την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου και στο οποίο η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν περιβάλλεται με εξουσία απόσυρσης της εμπιστοσύνης της προς την Κυβέρνηση με την υποβολή πρότασης δυσπιστίας». 

Το σημείωμα ενημέρωνε επίσης τα μέλη της ότι «θα προκληθεί μείζων πολιτειακή κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου». Οι συνέπειες μπορούν να συνοψιστούν στην αδυναμία του κράτους: (α) να καταβάλει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, (β) να καλύψει βασικές του λειτουργικές δαπάνες όπως δαπάνες για ηλεκτρική ενέργεια, υδατοπρομήθεια, ιατρικές προμήθειες, φάρμακα, λειτουργία των διπλωματικών αποστολών στο εξωτερικό, αμυντικές δαπάνες για τον στρατό κ.ά. (γ) να υλοποιήσει αναπτυξιακά έργα, με αλυσιδωτές επιπτώσεις επί του ιδιωτικού τομέα για τις περιπτώσεις που υπάρχουν συμβόλαια εργολαβίας και υπεργολαβίας και (δ) να καταβάλει την κρατική χορηγία προς τους ημικρατικούς οργανισμούς, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, τις οργανώσεις όπως ο Αντικαρκινικός Σύνδεσμος και το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, τον κλήρο της υπαίθρου και τα δημόσια πανεπιστήμια. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση, το κράτος ουσιαστικά θα παραλύσει. Νοείται βέβαια ότι η εικόνα της χώρας μας θα καταβαραθρωθεί διεθνώς, ενώ οι οίκοι αξιολόγησης δεν αποκλείεται να υποβαθμίσουν άμεσα την πιστοληπτική ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στην περίπτωση που το κράτος λειτουργήσει τους πρώτους δύο μήνες του έτους με δωδεκατημόρια, το άρθρο 168.3 του Συντάγματος προνοεί ότι «οι πληρωμές θα γίνονται απ’ ευθείας από το Πάγιο Ταμείο, αποκλειστικά και μόνο για την καταβολή μισθών και λειτουργικών δαπανών και επ’ ουδενί αναπτυξιακών δαπανών». Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι 30 μεγάλα αναπτυξιακά έργα συνολικής δαπάνης πέραν των 200 εκατομμυρίων δεν θα προκηρυχθούν ή δεν θα ξεκινήσουν τα κατασκευαστικά τους έργα. Συγκεκριμένα, 11 αναπτυξιακά έργα κόστους 53 εκατομμυρίων ευρώ αφορούν στον τομέα της παιδείας, 7 αναπτυξιακά έργα κόστους 119 εκατομμυρίων ευρώ αφορούν έργα κοινής ωφελείας, ενώ τα υπόλοιπα 12 έργα συνολικού κόστους 28 εκατομμυρίων αφορούν τομείς που σχετίζονται με την ενίσχυση της δημόσιας υγείας, την «πράσινη» ανάπτυξη, την υλοποίηση της Στρατηγικής για Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών της Κύπρου κ.ά. Θα παραμείνουν δηλαδή στάσιμα 30 αναπτυξιακά έργα σε μια περίοδο όπου παραμονεύει η ύφεση, οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας χρειάζονται την κρατική στήριξη, ενώ θέσεις εργασίας είτε χάνονται είτε είναι επισφαλείς. 

Επιπρόσθετα, το ίδιο άρθρο του Συντάγματος, δηλώνει ρητώς ότι οι δαπάνες κάθε δημόσιας υπηρεσίας για τον Ιανουάριο δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις δαπάνες του αντίστοιχου μήνα του ψηφισθέντος Προϋπολογισμού του προηγούμενου έτους. Με απλά λόγια, όσα ξόδεψε το κράτος πέρσι τον Ιανουάριο, τόσα μπορεί να ξοδέψει και για τον αντίστοιχο φετινό. Συνεπώς, τα όποια αυξημένα κονδύλια του Ιανουαρίου, τα οποία προορίζονταν για προγράμματα στήριξης των εργαζομένων ή για ενίσχυση της δημόσιας υγείας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας, δεν μπορούν πλέον να δαπανηθούν, περιλαμβανομένου της αγοράς των πολυαναμενόμενων εμβολίων.

Ο παραλογισμός της καταψήφισης του Προϋπολογισμού από τη Βουλή των Αντιπροσώπων κορυφώνεται με τη διαπίστωση ότι ούτε η ίδια δεν μπορεί να λειτουργήσει. Μπορεί να έχει εγκριθεί μεν ο Προϋπολογισμός της Βουλής στις 3 Δεκεμβρίου 2020, δεν μπορεί δε να εκτελεσθεί αν δεν καταχωρηθεί αυτούσιος στον Κρατικό Προϋπολογισμό και, ακολούθως, δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. 

Σε κάθε περίπτωση, η Κυβέρνηση θα συνεχίσει τον μαραθώνιο των επαφών της μέχρι να διασφαλίσει ότι θα υπερψηφιστεί ο Προϋπολογισμός. Δεν επιτρέπεται εξάλλου σε καμιά Κυβέρνηση και σε κανένα πολιτικό κόμμα να οδηγεί τον λαό του σε αδιέξοδα για ένα πείσμα και ένα γινάτι. Αντ’ αυτού θα πρέπει να κυριαρχήσουν η σύνεση, η μετριοπάθεια και ο ορθολογισμός για να μπορέσει η Κύπρος να εισέλθει ευοίωνα στο 2021.